Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιβάλλον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιβάλλον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προοπτικές και προβλήματα δέσμευσης οργανικού άνθρακα στα γεωργικά εδάφη - (Θόδωρος Καρυώτης)*



Η Συμφωνία του Παρισιού (2015) προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2oC, με απώτερο στόχο περιορισμού στους 1,5oC. 

Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να μειώσει τις καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον 55% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. 

Σύμφωνα με το νομοθέτημα για το κλίμα (Καν. 2021/1119), θεσπίσθηκε το πλαίσιο για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως το 2050.

Οι αυξανόμενες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα μπορούν να δεσμεύονται και να απορροφώνται από την ατμόσφαιρα μέσω δραστηριοτήτων, όπως η ανθρακοδεσμευτική γεωργία. Η δέσμευση του εδαφικού οργανικού άνθρακα είναι μια σημαντική διεργασία για τη βελτίωση της ποιότητας των εδαφικών πόρων, επειδή αυξάνεται η οργανική ουσία και μειώνεται ο κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών. 
Τα αποθέματα άνθρακα στα εδάφη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολογίζονται σε 34 δισεκατομμύρια τόνους σε βάθος 0-20 εκ. από την επιφάνεια. Η κατανομή άνθρακα διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Υπολογίσθηκε ότι για τα καλλιεργούμενα ελληνικά εδάφη που βρίσκονται σε υψόμετρο 0-500 μ., η συνολική ποσότητα του δεσμευμένου οργανικού άνθρακα (Καρυώτης και συνεργάτες, 2017) σε βάθος 0-30 εκατοστά ανέρχεται σε 171,3 εκατομμύρια τόνους (6.293 δείγματα, ΕΛΓΟ-«ΔΗΜΗΤΡΑ»).
Η έκθεση του ΥΠΕΝ (2023) προς την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει ότι οι εκπομπές από τη γεωργία που αντιστοιχούσαν στο 10,38% των συνολικών εκπομπών το 2021 μειώθηκαν σημαντικά, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η μείωση των εκπομπών από τα γεωργικά εδάφη οφείλεται κυρίως στον περιορισμό των αζωτούχων λιπασμάτων και στη συρρίκνωση της κτηνοτροφίας.
Λόγω του σημαντικού δυναμικού ανθρακοδέσμευσης στα γεωργικά εδάφη, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον στον παραπάνω τομέα, ενώ οι απόψεις αρκετών ειδικών συγκλίνουν στην παροχή κινήτρων στους αγρότες προκειμένου να εφαρμόσουν καλλιεργητικές πρακτικές για την ενίσχυση της ανθρακοδέσμευσης στα εδάφη. Όμως, λόγω της ανομοιομορφίας των εδαφών και των κλιματικών συνθηκών μεταξύ των γεωργικών περιοχών της Ευρωπαϊκή Ένωσης, διαφέρουν οι ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που δεσμεύονται. 
Η αποθήκευση άνθρακα στο έδαφος δεν είναι απεριόριστη, επειδή τα εδάφη έχουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο κορεσμού άνθρακα (Paustian et al., 2019). H ικανότητα δέσμευσης των εδαφών σε διοξείδιο του άνθρακα εξαρτάται από τις φυσικοχημικές ιδιότητες, το κλίμα και τις γεωργικές πρακτικές που εφαρμόζονται. Τα αργιλώδη εδάφη έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες αποθήκευσης οργανικής ύλης. 
Στα αργιλώδη εδάφη με ευνοϊκές συνθήκες δραστηριότητας των μικροοργανισμών διευκολύνεται η αποσύνθεση της οργανικής ύλης, η οποία συμβάλλει στην αποθήκευση άνθρακα. Αντίθετα, τα αμμώδη έχουν χαμηλότερο δυναμικό δέσμευσης άνθρακα σε σύγκριση με τα πηλώδη και αργιλώδη εδάφη.
Οι αγορές άνθρακα που αποθηκεύεται στα γεωργικά εδάφη απαιτούν ακριβείς μετρήσεις ή υπολογισμό της ποσότητας που δεσμεύεται. Η ανάγκη για αξιόπιστες και ακριβείς μεθοδολογίες μέτρησης του άνθρακα του εδάφους δεσμεύεται σε διαφορετικές συνθήκες και περιβάλλοντα, είναι σοβαρό εμπόδιο για την ευρεία εφαρμογή των πολιτικών για την ανθρακοδέσμευση. Διάφορες μελέτες έδειξαν ότι τα προγράμματα δέσμευσης άνθρακα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και αποδεκτές μεθοδολογίες για επαλήθευση και πιστοποίηση μείωσης ή αντιστάθμισης εκπομπών άνθρακα. 
Οι μηχανισμοί κινήτρων για τη δέσμευση άνθρακα μάλλον πρέπει να επανασχεδιαστούν, ώστε να διασφαλιστεί εκτός από τη βιωσιμότητα των αγροοικοσυστημάτων και ένα λογικό κέρδος των αγροτών. Οι αγρότες εκφράζουν ανησυχίες για τον περίπλοκο μηχανισμό που προτείνεται, τις δυσκολίες εφαρμογής διαφόρων γεωργικών πρακτικών και το ύψος των οικονομικών κινήτρων (Barbato and Strong, 2023).
Τα αποτελέσματα πρέπει να συνοδεύονται από αποδεκτούς επιστημονικά δείκτες και σύστημα παρακολούθησης, ενώ για την επαλήθευση υπολογισμού της δέσμευσης οργανικού άνθρακα στα εδάφη χρειάζεται ένα αξιόπιστο σύστημα εδαφολογικής έρευνας. Η επιτυχία της ανθρακοδέσμευσης εξαρτάται σε έναν βαθμό και από την απλούστευση των γραφειοκρατικών εμποδίων, την προώθηση μακροχρόνιων συμβολαίων και τη λειτουργία συστημάτων παρακολούθησης (monitoring) και επαλήθευσης, τα οποία πρέπει να ελέγχονται από δημόσιο φορέα. Για να αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα του γεωργικού τομέα, απαιτείται ένα πακέτο πολιτικών που πρέπει να περιλαμβάνει πρωτόκολλα και κανονισμούς για την αντιμετώπιση της απώλειας άνθρακα του εδάφους, αξιόπιστες μεθοδολογίες υπολογισμού της δέσμευσης ανά καλλιέργεια, κλιματική ζώνη και εδαφικό τύπο και μακροχρόνια κίνητρα που πρέπει να παρέχονται στους αγρότες.
Οι πολιτικές για το κλίμα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο σε πολλές χώρες άρχισαν να περιλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο προγράμματα κινήτρων για την ενθάρρυνση των αγροτών προκειμένου να αναλάβουν δραστηριότητες στο αγρόκτημα που δεσμεύουν τον άνθρακα στα εδάφη (Newell-Price et al., 2022). Η αναθεώρηση της αγροτικής πολιτικής πρέπει να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατήρηση των αποθεμάτων άνθρακα στο έδαφος. Οι μακροχρόνιες συμβάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν συγκεκριμένους όρους για την προστασία των αποθεμάτων άνθρακα του εδάφους από αστάθεια, ώστε να μην υπάρχουν «παραθυράκια» για την εύκολη επιστροφή των ιδιοκτητών γης στις συμβατικές γεωργικές πρακτικές. Το πρόσφατο ενδιαφέρον για την ανθρακοδέσμευση ίσως ανοίγει νέες προοπτικές για τους αγρότες να εφαρμόσουν οικολογικά σχήματα και να επωφεληθούν από οικονομικά κίνητρα. Όμως, υπάρχει πολύς δρόμος και αρκετές δυσκολίες που πρέπει να ξεπερασθούν. Οι διάφορες προσπάθειες για τη βελτίωση της ανθρακοδέσμευσης στο εδαφικό σύστημα δεν έχουν ακόμη ευρεία αποδοχή, ούτε υπάρχει η αναμενόμενη ευαισθητοποίηση, ειδικά από τους υπεύθυνους χάραξης της περιβαλλοντικής πολιτικής.

* Θόδωρος Καρυώτης, γεωπόνος- εδαφολόγος, συντ. τακτικός ερευνητής ΕΛΓΟ-«ΔΗΜΗΤΡΑ», υπηρέτησε ως σύμβουλος στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog


Μελέτες για το κόστος της αποκατάστασης των υποβαθμισμένων από τις πλημμύρες εδαφών - (Χρίστος Τσαντήλας)*

 


Από Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας της 8ης/1/24 με απόφαση του αρμόδιου Υφυπουργού πληροφορηθήκαμε ότι η κρατική αρωγή προς τις επιχειρήσεις που πλήττονται από φυσικές εκμεταλλεύσεις διευρύνεται και στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις με επιχορήγηση 70% της εκτιμώμενης ζημίας που αφορά ζημίες, μεταξύ των άλλων, και στο έγγειο κεφάλαιο, δηλαδή τη χρησιμοποιούμενη στη γεωργική εκμετάλλευση γη.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να αναγνωρισθεί ως πολύ θετικό το γεγονός στις ζημίες από τις φυσικές καταστροφές να περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν την υποβάθμιση των εδαφών και θα ήταν πολύ σοβαρή παράλειψη να αγνοηθούν, όταν η γη είναι μεταξύ των κύριων συντελεστών της γεωργικής παραγωγής που υπέστησαν μεγάλες ζημίες μέχρι πλήρη καταστροφή. 
Ωστόσο, έχει σημασία να εξεταστεί πώς θα αποτιμηθεί η ζημία, δεδομένου ότι για πρώτη φορά ίσως προκύπτει αυτό το ζήτημα ύστερα από τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες. Δυστυχώς, όπως πολλές φορές επισημάναμε, στη χώρα μας ακολουθούμε τα γεγονότα, αντί να τα προβλέπουμε και να τα προλαμβάνουμε. Στο άρθρο αυτό και σε συνέχεια παλαιότερου άρθρου μας («ΕτΔ», 26-3-23), θα αναφερθούν τα αποτελέσματα ερευνών του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ε.Ε. σχετικά με την οικονομική ζημία που προκαλούν οι καταστροφές στη γη από τη διάβρωση με το νερό και το κόστος αποκατάστασης αυτών με την πρόθεση να συμβάλει στην κατά το δυνατόν αντικειμενικότερη αποτίμηση των ζημιών.
Και πρώτα-πρώτα ας δούμε την έκταση της διάβρωσης στη χώρα και στη Θεσσαλία μέσα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. 
Σύμφωνα με τις έρευνες του JRC (αναφορά 1), η μέση ετήσια απώλεια εδάφους λόγω διάβρωσης με νερό είναι 2,46 τόνοι/εκτάριο (t./ha.) και η συνολική ποσότητα εδάφους που χάνεται κάθε χρόνο είναι 970 εκατ. τόνοι. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες απώλειες είναι η Ιταλία (8,46 t./ha.), η Σλοβενία (7,43 t./h.a και η Αυστρία (7,19 t./ha.) και οι μικρότερες απώλειες καταγράφονται στη Φινλανδία μόλις 0,06 t/ha., στην Εσθονία 0,21 t./ha. και την Ολλανδία 0,27 t./ha. 
Στην Ελλάδα οι απώλειες εδάφους υπολογίζονται σε 4,13 t./ha., δηλαδή σχεδόν διπλάσια του Μ.Ο. της Ε.Ε., αλλά 2,77 t./ha. στις αρόσιμες γαίες. 
Στη Θεσσαλία οι τιμές αυτές κυμαίνονται από 2-5 t./ha. Πώς μεταφράζονται, όμως, οι αριθμοί αυτοί σε μείωση της παραγωγικότητας και επομένως σε απώλεια της οικονομικής τους αξίας;
Άλλη μελέτη του JRC (αναφορά 2) με ένα κατάλληλο μοντέλο που χρησιμοποιεί (και) την παραγωγικότητα των φυσικών πόρων στην εκτίμηση της πορείας της οικονομίας, κατέληξε στα παρακάτω ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την επίδραση της απώλειας του εδάφους λόγω διάβρωσης στα οικονομικά αποτελέσματα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων σε περιοχές που η διάβρωση είναι έντονη (>11 t/ha). 
Για την Ελλάδα ως κύρια καλλιέργεια στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε το σιτάρι. Με έτος αναφοράς το 2010, η μείωση της γεωργικής παραγωγικότητας στην Ε.Ε. εκτιμάται σε 1,26 δισ. ευρώ τον χρόνο, που αντιστοιχεί στο 0,43% του συνολικού ακαθάριστου προϊόντος του γεωργικού τομέα. 
Για την Ελλάδα, στην οποία τα έντονα διαβρωμένα εδάφη υπολογίζονται σε 6 εκατ. στρ. περίπου (περίπου το 12% της συνολικής γεωργικής έκτασης), η μείωση της παραγωγικότητας της γης λόγω διάβρωσης εκτιμάται σε 0,95%, που αντιστοιχεί σε μείωση της γεωργικής αξίας περίπου 43 εκατ. ευρώ τον χρόνο. 
Οι απώλειες αυτές, αν και δεν δημιουργούν κινδύνους επισιτιστικής ανεπάρκειας, είναι σημαντικές και πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Εκτός, όμως, από την οικονομική ζημία λόγω της μείωσης της γεωργικής παραγωγικότητας, η διάβρωση των εδαφών προκαλεί επιπλέον προβλήματα, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί σημαντικό κόστος. 
Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται με το γέμισμα του πυθμένα των ποταμών, λιμνών, αρδευτικών και στραγγιστικών καναλιών με φερτά υλικά εδαφικά ή μη, των οποίων η λειτουργία δυσκολεύεται ή αχρηστεύεται τελείως.
Το κόστος αποκατάστασης αυτών είναι πολύ μεγάλο. Σε ό,τι αφορά τη γεωργία της Θεσσαλίας, το πρόβλημα αυτό είναι τεράστιο σε πολλές περιοχές στις οποίες τα αρδευτικά και στραγγιστικά κανάλια έχουν γεμίσει με φερτά υλικά και δεν λειτουργούν. 
Μία εκτίμηση που αναφέρεται σε δημοσιευμένες έρευνες είναι ότι η απομάκρυνση των φερτών υλικών κοστίζει περί τα 5-12 ευρώ/κ.μ. 
Αλήθεια, ποιος θα αναλάβει το κόστος αυτό ; ΟΙ ΤΟΕΒ που δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους για το ηλεκτρικό ρεύμα ή Πολιτεία; 
Και από ποιους πόρους ; Αυτά τα ερωτήματα μέχρι στιγμής δεν έχουν απαντηθεί και η ανασφάλεια και οι αβεβαιότητες συνεχώς μεγεθύνονται. 
Χρειάζεται, λοιπόν, να γίνουν άμεσα τα ακόλουθα :
• Αναγνωριστική εδαφολογική μελέτη με την οποία θα καταγραφούν τα εδάφη που υποβαθμίστηκαν από τη διάβρωση.
• Η εκτίμηση της οικονομικής ζημίας που προκύπτει από τη μείωση της παραγωγικότητας της γης, η οποία πρέπει να συμπεριληφθεί στον υπολογισμό της αποζημίωσης του έγγειου κεφαλαίου.
• Το κόστος αποκατάστασης των έντονα υποβαθμισθέντων εδαφών (με χαραδρωτική διάβρωση).
• Το κόστος καθαρισμού των αρδευτικών και στραγγιστικών καναλιών.
• Το κόστος αποκατάστασης των αρδευτικών συστημάτων (επαναλειτουργία γεωτρήσεων πλαστικών σωλήνων).
Το κόστος του ζημιωθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού των εκμεταλλεύσεων.
Τα σχετικά εργαλεία (μοντέλα) υπάρχουν, καθώς και Έλληνες ειδικοί εντός και εκτός Ελλάδας που μπορούν να φέρουν σε πέρας γρήγορα αυτές οι μελέτες. 
Εκείνο που απομένει είναι η ειλικρινής πολιτική βούληση για να αποκατασταθούν οι πληγωμένοι φυσικοί πόροι. 
Δυστυχώς, χάνεται πολύτιμος χρόνος για την πραγματοποίηση αυτών των μελετών, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος οι αυτοσχεδιασμοί και η καιροσκοπική εκμετάλλευση να βρουν ευκαιρία να ευδοκιμήσουν.

Αναφορές : 1. Panagos et al. 2015. The new assessment of soil loss by water erosion in Europe Environ. Sci. & Pol. 54: 438–447, 2. Panagos et al. 2018. Cost of agricultural productivity loss due to soil erosion in the European Union:From direct cost evaluation approaches to the use of macroeconomic models. Land Degrad Dev. 2018;29:471 – 484.

*Χρ. Τσαντήλας, Γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ

ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog

Επιπτώσεις των πυρκαγιών στα εδάφη, στην ποιότητα του αέρα και των υδάτων - Του Θεόδωρου Καρυώτη*

 


Από την 1η Ιανουαρίου έως και την 31η Ιουλίου 2023 οι αγροτοδασικές πυρκαγιές αποτέφρωσαν συνολικά 547.700 στρέμματα αγροτοδασικών εκτάσεων, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε ο πρώην υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος. Δυστυχώς, στις πρόσφατες πυρκαγιές χάθηκαν ανθρώπινες ζωές, ζώα, μελισσοσμήνη και σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις καταστράφηκαν δεκάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα. 
Με βάση το διάγραμμα που έδωσε στη δημοσιότητα η επιχειρησιακή μονάδα BEYOND του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΙΑΑΔΕΤ), στο οποίο καταγράφονται οι καμένες εκτάσεις ανά έτος, από το 1984 έως το 2022, οι παραπάνω εκτάσεις υπολογίστηκαν στα 8.943.770 στρέμματα, ενώ όσον αφορά την τελευταία δεκαπενταετία (2007-2022) τα καμένα στρέμματα ανέρχονται σε 5.903.790.
Οι πυρκαγιές επιδρούν σημαντικά στις εδαφικές ιδιότητες (Ribeiro-Kumara et al. 2020), εκπέμπουν επιβλαβείς ρύπους στο περιβάλλον, οι οποίοι έχουν επιπτώσεις στην ποιότητα του αέρα και μπορούν να ρυπάνουν το νερό, το έδαφος και το χερσαίο περιβάλλον. 
Είναι σημαντικό ότι πολλοί από τους ρύπους που εκπέμπονται από τις πυρκαγιές είναι επικίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία, συμπεριλαμβανομένων και των βαρέων μετάλλων. Λίγα είναι γνωστά από τη διεθνή βιβλιογραφία για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των πυρκαγιών στην ανθρώπινη υγεία και ειδικά στην πιθανή επίδρασή τους στον κίνδυνο καρκίνου.
Για το παραπάνω θέμα αξίζει να αναφερθούν τα αποτελέσματα από μία πρωτοποριακή μελέτη (Korsiak et al., 2022), η οποία αφορά τη συσχέτιση μεταξύ της μακροχρόνιας έκθεσης ανθρώπων σε πυρκαγιές και της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου. 
Σε αυτήν τη μελέτη, στην οποία πάνω από 2 εκατομμύρια Καναδοί παρακολουθήθηκαν για 10 χρόνια, βρέθηκε ότι σε σύγκριση με μη εκτεθειμένους πληθυσμούς, τα μέλη της ομάδας παρακολούθησης που εκτέθηκαν σε πυρκαγιά εντός ακτίνας 50 χλμ. από κατοικημένες τοποθεσίες τα τελευταία 10 χρόνια είχαν 4,9% υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα. 
Όμως, για τέτοια σοβαρά θέματα θα ήταν πολύ χρήσιμο να αναλάβουν τη συστηματική ενημέρωση μόνον εκείνοι οι ειδικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν εμπειρία και σχέση με το αντικείμενο. Η τρομοκράτηση του πληθυσμού «από δήθεν ειδικούς επιστήμονες» μέσα από ατεκμηρίωτες απόψεις και συνεντεύξεις σε κανάλια, προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στους πολίτες.
Τα βαρειά μέταλλα που δεσμεύονται στα εδάφη και τη βλάστηση γίνονται βιοδιαθέσιμα μετά τις πυρκαγιές λόγω της αυξημένης διάβρωσης του εδάφους και της διασποράς της τέφρας. 
Στη συνέχεια, μπορούν να εναποτεθούν σε κοντινά υδάτινα σώματα και να ρυπάνουν τις λεκάνες απορροής. Η απώλεια της προστατευτικής βλάστησης, σε συνδυασμό με την καταστροφή της δομής του εδάφους μειώνει την ικανότητα συγκράτησης νερού, με αποτέλεσμα οι βροχοπτώσεις μετά τις πυρκαγιές να ευνοούν την αύξηση της επιφανειακής απορροής, επομένως την εμφάνιση φαινομένων διάβρωσης.
Οι πυρκαγιές υψηλής έντασης έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα εδάφη με αποτέλεσμα την εξαέρωση θρεπτικών στοιχείων, τη μείωση της σταθερότητας των συσσωματωμάτων, τη μειωμένη διείσδυση νερού με αύξηση της διάβρωσης και την καταστροφή των ωφέλιμων μικροοργανισμών του εδάφους. 
Οι πυρκαγιές επηρεάζουν τη βιολογική και φυσικοχημική ποιότητα των εδαφών και μειώνουν την ποσότητα των διαθέσιμων θρεπτικών στοιχείων μέσω διαφόρων μηχανισμών. 
Διάφορες μελέτες αναφέρουν μείωση των θρεπτικών στοιχείων στα εδάφη, π.χ. μείωση 50-75% του αζώτου, 35-50% του φωσφόρου και 25-50% του μαγνησίου μέσω της εξάτμισης ή διεργασιών οξείδωσης. Ορισμένα θρεπτικά συστατικά είναι πιο ευάλωτα στη φωτιά από άλλα. Για παράδειγμα, στην οργανική ύλη, το άζωτο αρχίζει να εξατμίζεται στους 200οC, ενώ το ασβέστιο απαιτεί 1.484οC για να εξατμιστεί (Johnston and Barati 2013).
Ο οργανικός άνθρακας του εδάφους είναι ένας από τους πιο μελετημένους παράγοντες των εδαφών μετά από πυρκαγιά λόγω της συνάφειάς του με την ποιότητα του εδάφους (Aaltonen et al. 2019). Η απώλεια οργανικού άνθρακα ξεκινά γύρω στους 200-250οC, ενώ η πλήρης καύση του είναι περίπου 460-500οC (Badía et al. 2014). 
Οι πυρκαγιές απελευθερώνουν πολλούς ρύπους στον αέρα, ειδικά διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και τους διανέμουν στην επιφάνεια στις γύρω περιοχές. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή επιτροπή παρακολούθησης της ατμόσφαιρας «Copernicus», οι πρόσφατες πυρκαγιές στη Ρόδο απελευθέρωσαν στην ατμόσφαιρα ένα εκατομμύριο τόνους εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ! 
Επίσης, οι πυρκαγιές αφήνουν πίσω τους τέφρα, μαύρο άνθρακα και πολλούς ρύπους και η επιφανειακή απορροή τους κινητοποιεί και τους μεταφέρει στα επιφανειακά ύδατα, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η ποιότητα του νερού την περίοδο μετά την πυρκαγιά (Hohner et al., 2019).
H αστυφιλία στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Η νέα γενιά μετακομίζει στις πόλεις και οι αγροτικές περιοχές σιγά-σιγά εγκαταλείπονται. 
Στη γη που δεν καλλιεργείται, σταδιακά εμφανίζονται θάμνοι, μεμονωμένα δέντρα και τέλος δάση, τα οποία παρέχουν στη φωτιά περισσότερη καύσιμη ύλη σε σύγκριση με τις εντατικά καλλιεργούμενες γεωργικές περιοχές ή βοσκότοπους. Μελλοντικά, λόγω της κλιματικής κρίσης, ο αριθμός και η ένταση των πυρκαγιών αναμένεται να αυξηθούν. 
Είναι ίσως αναγκαίο η Ευρωπαϊκή Ένωση να πάρει δραστικά μέτρα για τη μείωση του κινδύνου αύξησης των πυρκαγιών, ειδικά για την ξηροθερμική νότια Ευρώπη. Στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ίσως το πλέον σημαντικό να σχετίζεται με την παροχή ισχυρών κινήτρων και την αναβάθμιση των υποδομών στη γεωργία και κτηνοτροφία για την αποθάρρυνση των νέων ανθρώπων μόνιμης εγκατάστασης στις πόλεις.

* O Θόδωρος Καρυώτης υπηρέτησε ως γεωργικός σύμβουλος στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι μέλος της task force «Reactive Nitrogen», United Nations Economic Commission for Europe, Convention of Long-Range Transboundary Air pollution Initiative

ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog

- Από την σελίδα μας στο fb

- Από την ομάδα μας στο fb  


Φωτοβολταϊκά σε ταμιευτήρες νερού - Του Φάνη Γέμτου*

 


Έχω γράψει πολλές φορές για την ανάγκη δημιουργίας ταμιευτήρων νερού περιφερειακά του κάμπου της Θεσσαλίας. 
Η χώρα μας έχει Μεσογειακό κλίμα, με βροχές τον χειμώνα και ξηρασία το καλοκαίρι. Οι καλοκαιρινές αρδευόμενες καλλιέργειες έχουν πολλαπλάσιες αποδόσεις από τις χειμερινές ξηρικές. 
Είναι λογικό η χώρα να αναπτύξει ένα σύστημα διαχείρισης των υδάτων της για να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα με αύξηση των υψηλής απόδοσης και εισοδήματος αρδευόμενων καλλιεργειών. 
Αυτό που είναι παράλογο είναι να επιδοτούμε ισχυρά την αντικατάσταση αρδευόμενων καλλιεργειών με ξηρικές που προωθεί το ελληνικό σχέδιο της ΚΑΠ. Ένα σύστημα διαχείρισης των υδάτων μπορεί να χωριστεί σε τρία στοιχεία : 
Τη διαχείριση της προσφοράς του νερού, τη διαχείριση της διακίνησης και διανομής στα χωράφια και τη διαχείριση της εφαρμογής στο χωράφι.
Πηγή του νερού είναι οι βροχές (ο αέναος υδρολογικός κύκλος). Το νερό εξατμίζεται από τις ελεύθερες επιφάνειες και ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα, όπου ψύχονται οι υδρατμοί και πέφτουν στην επιφάνεια της γης σε μορφή βροχής ή χιονιού. 
Όταν η βροχή πέσει σε ένα βουνό, τότε το νερό έχει μια δυναμική ενέργεια που όταν αρχίσει να κυλά προς τα κάτω με τη βαρύτητα αποκτά και κινητική ενέργεια. Αυτός είναι ο κύκλος. 
Η χώρα έχει μεγάλους ορεινούς όγκους. Όλες οι πεδιάδες μας περιστοιχίζονται από βουνά. Με δεδομένο το κλίμα και την κατανομή των βροχών είναι λογικό να δημιουργήσουμε ταμιευτήρες νερού που θα αποθηκεύουν το νερό των χειμερινών βροχών. 
Φαίνεται, επίσης, λογικό να δημιουργήσουμε στους ορεινούς όγκους ταμιευτήρες νερού που θα προσφέρουν ασφάλεια : Από πλημύρες που φαίνεται να προκαλούνται από ραγδαίες βροχές που προβλέπονται από την κλιματική αλλαγή, από περιόδους ξηρασίας, που, επίσης, προβλέπονται από την κλιματική αλλαγή, καθαρής ενέργειας με παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας και επισιτιστική ασφάλεια από την αυξημένη παραγωγή των αρδευόμενων καλλιεργειών. 
Οι ταμιευτήρες στους ορεινούς όγκους αναμφίβολα αλλοιώνουν το τοπίο, αλλά δεν καταστρέφουν γόνιμη αγροτική γη τόσο πολύτιμη για την επισιτιστική ασφάλεια του Πλανήτη. 
Παραδόξως, η χώρα μας έχει αξιοποιήσει μόνο το 35% των δυνατοτήτων δημιουργίας ταμιευτήρων και παραγωγής ΥΗ ενέργειας με τις ωφέλειες/ασφάλειες που αναφέρθηκαν. Το πολιτικό σύστημα της χώρας πρέπει να εξηγήσει αυτήν την καθυστέρηση αξιοποίησης των δυνατοτήτων της χώρας. Ιδιαίτερα η δυνατότητα των ΥΗ ταμιευτήρων να λειτουργήσουν και ως συσσωρευτές ενέργειας με την τεχνική της αντλησιοταμίευσης δίνει ένα επιπλέον στοιχείο της χρησιμότητάς τους.
Φαίνεται ότι υπάρχει και μια νέα δυνατότητα χρήσης της ελεύθερης επιφάνειας των ταμιευτήρων που μπορεί να δώσει σημαντικά οφέλη. 
Πριν λίγες εβδομάδες (23-6-23) εγκαινιάστηκε στη Γαλλία ένα σύστημα Φ/Β που επιπλέουν στα νερά ενός υδροηλεκτρικού φράγματος. 
Το κατασκεύασε η εταιρεία EDF στο φράγμα με υδροηλεκτρική μονάδα στο Lazer των Γαλλικών Άλπεων. Η εταιρεία EDF έχει σημαντικές επενδύσεις σε ΦΒ πάρκα και τώρα επεκτείνεται σε μονάδες με επιπλέοντα πάνελ. 
Η ισχύς της ΥΗ μονάδας που έχει το φράγμα είναι 16,5 MW. Είναι ένα σχετικά μικρό φράγμα. 
Συγκριτικά, το τελευταίο ΥΗ της χώρας μας, του Ιλαρίωνα στα Σέρβια, έχει δύο μονάδες των 75 MW και μια πολύ μικρή για την οικολογική ροή. 
Κάτι ανάλογο θα έχει και το φράγμα της Μεσοχώρας. 
Το Φ/Β σύστημα στο Lazer έχει περισσότερα 50.000 πάνελ και μέγιστη ισχύ 20 MW που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες 12.500 ανθρώπων. 
Είναι η πρώτη μονάδα αυτής της μορφής που κατασκευάζεται στη Γαλλία και δίνει σημαντικές ελπίδες για την επίτευξη στόχων αύξησης της παραγωγής ενέργειας από Φ/Β. 
Σημειώστε ότι η μονάδα δεν καλύπτει γόνιμη αγροτική γη, αλλά ελεύθερη υδατική επιφάνεια και επιτρέπει την ταυτόχρονη παραγωγή ενέργειας από δύο Ανανεώσιμες Πηγές, ΥΗ και Φ/Β, που δίνει σημαντικά πλεονεκτήματα στο σύστημα. 
Τα δύο συστήματα συνεργάζονται, καθώς το Φ/Β παράγει περισσότερη ενέργεια το καλοκαίρι και συμπληρώνει το ΥΗ, αφού το νερό χρησιμοποιείται κατά προτεραιότητα για την άρδευση καλλιεργειών. 
Επιπλέον, τα ΦΒ δεν χρειάζεται να κάνουν νέες διασυνδέσεις με το δίκτυο διανομής, αλλά αξιοποιούν τις υπάρχουσες υποδομές από το ΥΗ έργο. 
Τα επιπλέοντα Φ/Β πάνελ θα πρέπει να σταθεροποιηθούν στο έδαφος και να έχουν δυνατότητα να ακολουθούν τις αυξομειώσεις της στάθμης του νερού, καθώς το νερό του ταμιευτήρα αυξομειώνεται. Το σύστημα που εγκαταστάθηκε έχει δυνατότητα να ανεβοκατεβαίνει μέχρι 36 μέτρα χωρίς προβλήματα.
Συνδυασμένες μονάδες ΥΗ και ΦΒ έχουν εγκατασταθεί και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. 
Η εταιρεία Aqua sol εγκατέστησε τη μεγαλύτερη μονάδα με επιπλέοντα ΦΒ στη Νότια Αμερική. Η εγκατάσταση έγινε σε έναν ταμιευτήρα με ΥΗ μονάδα 340 MW. Τα επιπλέοντα ΦΒ έχουν περισσότερο από 2.800 μονάδες, με ετήσια παραγωγή 2.400 MWh τον πρώτο χρόνο λειτουργίας. Ήδη λειτουργούν μονάδες στις ΗΠΑ και Ισραήλ.
Σημειώστε ότι το 60% της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ Παγκόσμια προέρχεται από υδροηλεκτρική ενέργεια. Αυτό δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν παγκόσμια για δημιουργία επιπλέον των ΦΒ πάρκων στους υπάρχοντες ταμιευτήρες.
Για τη χώρα μας η δυνατότητα αυτή δίνει ένα επιπλέον πλεονέκτημα στη δημιουργία ταμιευτήρων νερού σε συνδυασμό με ΥΗ ενέργεια για τις υπάρχουσες μονάδες. 
Με την επιπλέον εκμετάλλευση της ελεύθερης επιφάνειας του νερού δημιουργείται ένα επιπλέον εισόδημα που μπορεί να συμβάλλει στην ταχύτερη απόσβεση του κόστους των έργων. 
Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η ΥΗ ενέργεια παράγεται με τοπικούς πόρους, τόσο στην κατασκευή (το 80% της κατασκευής και του εξοπλισμού είναι ελληνικά) όσο και στο νερό των βουνών μας. 
Παράγει πράσινη ενέργεια και συμβάλλει στην επιτυχία του στόχου μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. 
Είναι, επομένως, μια τοπική ενεργειακή πηγή που με τα επιπλέοντα ΦΒ γίνεται οικονομικά αποδοτικότερη. 
Οι πολιτικοί μας πρέπει να το αντιληφθούν και να προωθήσουν και στη χώρα μας αντίστοιχα έργα που θα βοηθήσουν και στην εξασφάλιση αρδευτικού νερού για τη Γεωργία μας.


*Φάνης Γέμτος, γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μέλος της Ε.Δ.Υ.ΘΕ.

ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog

- Από την σελίδα μας στο fb

- Από την ομάδα μας στο fb  

Η Θεσσαλία εκτεθειμένη στους σοβαρούς κινδύνους της ερημοποίησης - (Κώστας Γιαννακός - Κώστας Γκούμας -Τάσος Μπαρμπούτης)*

 


Παγκόσμια Ημέρα για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης και της Ξηρασίας 2023

Η 17η Ιουνίου κάθε έτους έχει οριστεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ως «Παγκόσμια Ημέρα για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης και της Ξηρασίας» (ΕΡ/ΞΗ), θεωρώντας πως «η αποκατάσταση της γης είναι το μονοπάτι για την μείωση της φτώχειας, της πείνας και του υποσιτισμού».

Το θέμα  αυτό απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος των χωρών στον πλανήτη, κάνει δε συχνά την εμφάνιση του σε πολλές περιοχές της δικής μας χώρας μας και ειδικά στη Θεσσαλία, που με τις φετινές δυσκολίες  της χειμερινής ανομβρίας καθιστά την ημέρα αυτή ακόμη πιο σημαντική.

Ειδικά κατά την  φετινή Παγκόσμια Ημέρα οι εκπρόσωποι του ΟΗΕ κάνουν ειδική αναφορά στο γυναίκειο φύλο, σημειώνοντας πως  «Ερημοποίηση και  Ξηρασία επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες καθώς συχνά έχουν άνιση και περιορισμένη πρόσβαση στους πόρους και στον έλεγχο της γης».

Σύμφωνα με τον ορισμό της UNESCO (1993) «Ερημοποίηση είναι η υποβάθμιση γαιών στις ημίξηρες περιοχές που προέρχονται από κλιματικές αλλαγές και ανθρώπινες ενέργειες, προκαλούν μείωση της εδαφικής γονιμότητας, δομής και ικανότητας να διατηρούν χλωρίδα, πανίδα και ανθρώπινη δραστηριότητα, καταλήγοντας σε πενία, εξάντληση και τελικά εγκατάλειψη και καταστροφή της γης».

Αναμφίβολα η ΕΡ/ΞΗ αποτελεί μέιζον περιβαλλοντικό πρόβλημα και η αντιμετώπιση του απαιτεί ειδικό σχεδιασμό, βασισμένο στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιοχής.

Επίσης, επειδή η ΕΡ/ΞΗ συνδέεται άμεσα με το υδατικό πρόβλημα, η Επιτροπή Διεκδίκησης για την επίλυση του Υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ) αφιέρωσε σημαντικό μέρος της προσπάθειας της στο ζήτημα αυτό και ανέδειξε επανειλημμένα τις προτάσεις των επιστημόνων για την αντιμετώπιση της, τις δράσεις και τα έργα που κρίνονται απαραίτητα για την απόκρουση των κινδύνων και για την δημιουργία προϋποθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα.

Επιπλέον διοργάνωσε τον περασμένο Ιούνιο (2022) ειδική ημερίδα  όπου σημαντικοί εξειδικευμένοι επιστήμονες παρουσίασαν όλες τις πλευρές του θέματος.

Το ίδιο ζήτημα ήταν ένα από τα  βασικά θέματα της ΑΝΑΦΟΡΑΣ που πριν δυο χρόνια υποβάλαμε στο σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων και που είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε δια ζώσης σε ειδική συνεδρίαση Επιτροπών της Βουλής (14 Δεκ. 2022), με την συνδρομή ορισμένων κοινοβουλευτικών της περιοχής μας που στήριξαν το αίτημα μας.

[Σημ. : κάποιοι άλλοι όμως, όχι απλώς αγνόησαν την ΑΝΑΦΟΡΑ μας, αλλά κατά την διάρκεια της συνεδρίασης στη Βουλή, με διάφορα προσχήματα, επί δυόμιση ώρες έδιναν μάχη να μην πραγματοποιηθεί η συζήτηση (!) και να μην παρουσιαστούν οι θέσεις για το υδατικό πρόβλημα].

Όπως και σε πολλά άλλα επιμέρους θέματα που συνδέονται με το υδατικό πρόβλημα, έτσι και για την ΕΡ/ΞΗ η ΕΔΥΘΕ αξιοποιεί τις εξειδικευμένες γνώσεις επιστημόνων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στα ζητήματα αυτά και που προειδοποιούν για επικείμενες καταστροφές εάν συνεχίσουμε να πορευόμαστε με τις ίδιες πρακτικές διαχείρισης των φυσικών πόρων (έδαφος, νερό).

Αυτές τις θέσεις των ειδικών η ΕΔΥΘΕ συνθέτει και προβάλλει στην κοινή γνώμη και (μαζί με τους φορείς) διεκδικεί άμεσα τις ενδεδειγμένες λύσεις.

Εντελώς επιλεκτικά θα παραθέσουμε στα επόμενα μερικές βασικές από αυτές τις επισημάνσεις.

Ο καθηγητής Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ν. Δαναλάτος, στην ημερίδα της ΕΔΥΘΕ που προαναφέραμε, ισχυρίστηκε πως «το φαινόμενο απειλεί να μετατρέψει 30% της Ελληνικής επικράτειας σε ερημικά τοπία με υποτυπώδη βλάστηση», ενώ η Θεσσαλία εκτιμά πως «ακολουθεί το ευρύτερο ελληνικό μοντέλο της ξηροθερμικής  ζώνης : Εγκατάλειψη γεωργικής γης λόγω υποβάθμισης και ερημοποίησης», αναφέροντας πως «από το 2000 έως το 2018 εγκαταλείφθηκαν 1,2 εκατ. στρέμματα ετησίων καλλιεργειών λόγω της συνεχιζόμενης υποβάθμισης των εδαφών και μείωσης των αποδόσεων κάτω του ορίου οικονομικής ωφελιμότητας».

Επιπλέον ο καθηγητής υποδεικνύει πως «Σύγχρονες πρακτικές χαμηλών εισροών θα αποτρέψουν περαιτέρω ερημοποίηση» ενώ ακόμη θεωρεί πως «χλωρή λίπανση με ψυχανθή (μπιζέλι, βίκος),αμειψισπορά με ψυχανθή, εισαγωγή πολυετών καλλιεργειών» θα συμβάλουν στην «επαναφορά» των εγκαταλειμμένων εκτάσεων.

Ανάλογες ανησυχίες είχε εκφράσει και ο ομότιμος καθηγητής Γεωπονίας Φ. Γέμτος σε άρθρο του στο  GREENANGENDA (Οκτ. 2019), όπου σχολίαζε τις επιλογές του αρμόδιου Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.

Αναφερόμενος στο «γενικευμένο» για τον μεσογειακό νότο φαινόμενο της διάβρωσης εδαφών, εκφράζει την απορία του γιατί στις αντίστοιχες χώρες «το πρόγραμμα ανάσχεσης της διάβρωσης είναι αρκετά διαδεδομένο αλλά στην Ελλάδα αγνοείται», καθώς και «γιατί στα περιβαλλοντικά προγράμματα του ΥΠΑΑΤ προβλέπονται (και χρηματοδοτούνται) μόνο δράσεις για μείωση της νιτρορυπανσης και όχι για τη διάβρωση».

Επίσης παρατηρεί πως «η υπογονιμότητα οφείλεται στην μονοκαλλιέργεια, στην βαθιά άροση (όργωμα) και στην έλλειψη σχεδίου αμειψισποράς», με αποτέλεσμα  σε βάθος χρόνου το χωράφι να «καθίσταται ασύμφορο για καλλιέργεια και (να) εγκαταλείπεται».

[Σημ.: Σίγουρα κανέναν δεν αδικούμε λέγοντας πως όλες αυτές οι προτάσεις αγνοούνται λες και δεν αφορούν αυτή τη χώρα ! Δυστυχώς, με διαχρονική ευθύνη πολλών κυβερνήσεων, κάθε απόχρωσης και ιδεολογίας, το ΥΠΑΑΤ παραμένει στον ρόλο του «επιτελικού ντίλερ» διαχείρισης και κατανομής των κάθε είδους ενισχύσεων και επιδοτήσεων (ευρωπαϊκών και μη) και τίποτε περισσότερο….].

Σημαντικές επισημάνσεις έχουν επανειλημμένα κατατεθεί από πολλούς επιστήμονες και για την σχέση ΕΡ/ΞΗ με το υδατικό ζήτημα.

Ο γνωστός Λαρισαίος γεωπόνος - Δρ. Εδαφολογίας Χρ. Τσαντήλας σε άρθρο του στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας (29/8/22) αναφέρει: «Η σωστή διαχείριση των εδαφών παράλληλα με την διαχείριση του νερού, είναι το σημείο κλειδί για τον μετριασμό των συνεπειών της γεωργικής ξηρασίας».

Αλλά και ο ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθήνας Γ. Μιγκίρος (ημερίδα ΕΔΥΘΕ ο.π.) εκτιμά πως  «Η Θεσσαλία σήμερα αποτελεί αρνητικό παράδειγμα διαχείρισης υδάτων. Αποτέλεσμα….είναι η λειψυδρία και η υποβάθμιση του ιδίου του πόρου που οδηγούν στη ερημοποίηση. Η μακροχρόνια υδατική «αρρυθμία» της Θεσσαλίας απαιτεί άμεσες και δραστικές λύσεις με έργα [σημ.: παρατίθενται στην εισήγηση του] που θα στοχεύουν στην ορθολογική και βιώσιμη ανάπτυξη της και παράλληλα θα την προστατεύουν από την επερχόμενη ερημοποίηση της». Επισημαίνει ακόμη πως «Η ορθολογική κατανομή του νερού στηρίζεται στην ύπαρξη υποδομής με τεχνικά έργα που επιτυγχάνεται με συντονισμένες προσπάθειες με βάση ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό».

Τέλος, πριν κλείσουμε με τις επιστημονικές επισημάνσεις για την Θεσσαλία, θα σημειώσουμε πως και η Εθνική Επιτροπή κατά της Ερημοποίησης κατατάσσει μεγάλο μέρος της Κεντρικής και Αν. Θεσσαλίας σε κατάσταση «υψηλού κινδύνου».

Παρόλα αυτά δεν έπεσε στην αντίληψη μας κάποια επίσκεψη εκπροσώπων της Επιτροπής ή κάποια άλλη σχετική δραστηριοποίηση της στην (πιθανότατα) πιο επιβαρυμένη περιοχή της χώρας όπως είναι η Θεσσαλία, προκαλώντας ερωτήματα  εάν τελικά Επιτροπές σαν αυτή συνεισφέρουν πραγματικό έργο η συγκροτούνται απλώς  για το θεαθήναι. Μακάρι οι επιφυλάξεις μας να μην έχουν βάση.

Εάν κανείς συγκεντρώσει το σύνολο των επεξεργασμένων θέσεων και προτάσεων αντιμετώπισης της ΕΡ/ΞΗ που, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχουν κατατεθεί από τους επιστήμονες και τους φορείς, θα διαπιστώσει πως η Πολιτεία διαθέτει πλέον ένα πλούσιο «οπλοστάσιο»  αντιμετώπισης της, οπότε οι (συνδεόμενες με αυτήν) δράσεις και έργα για το υδατικό της Θεσσαλίας θα ήταν μάλλον εύκολο να έχουν δρομολογηθεί και σε εύλογο χρόνο να αποδώσουν τα προσδοκώμενα οφέλη.

Επιπλέον, ειδικά κατά την προεκλογική  αυτή περίοδο, θα ήταν λογικό η  ΕΡ/ΞΗ να αποτελέσει ένα από τα πιο βασικά θέματα στα προγράμματα και στην ρητορική των κομμάτων και των υποψηφίων.

Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο  Χρ. Τσαντήλας, οι λύσεις «προϋποθέτουν την ισχυρή πολιτική βούληση της πολιτείας να ασχοληθεί σοβαρά με τα προβλήματα της διαχείρισης της γης που εντείνονται από την κλιματική αλλαγή, δημιουργώντας συνθήκες ερημοποίησης που απειλεί σοβαρά τη χώρα μας και σε μεγάλο βαθμό και την Ανατολική Θεσσαλία. Δίνει όμως το απαιτούμενο βάρος  η Πολιτεία στα ζητήματα αυτά ; Δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική» (ο.π.).

Και ακόμη, όπως έγραφε παλαιοτέρα και ο γνωστός οικολόγος - διανοητής Ζ. Αργυρόπουλος (Larissanet 13 Μαΐου 2022), «Αν υπήρχε κάποιος δείκτης αδράνειας και πιο σωστά αβελτηρίας, θεωρώ πως η Θεσσαλία θα είχε από τους υψηλότερους»!

Φαίνεται λοιπόν πως εκείνους που φέρουν την ευθύνη χειρισμού των μεγάλων περιβαλλοντικών θεμάτων πολύ λίγο τους απασχολούν σοβαρά θέματα σαν την ΕΡ/ΞΗ και σχεδόν τίποτε δεν διδάχθηκαν από τις πρόσφατες δραματικές εμπειρίες σε Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία κλπ.

Επίσης πολύ συχνά παρακάμπτουν την υποχρέωση τους για επεξεργασία και (κυρίως) για εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών προς βελτίωση της κατάστασης και υπέρβασης των προβλημάτων, ενώ αντίθετα επιδίδονται  σε ανούσιες αναλύσεις και ευχολόγια για το μέλλον της ανθρωπότητας, χωρίς να αναλαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την δική τους πολιτική.

Μια απλή ματιά στις σχετικές ανακοινώσεις κατά την πρόσφατη Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος (5η Ιουνίου) επιβεβαιώνει τα παραπάνω.

Παρατηρούμε ακόμη πως οι ίδιοι, με την «βοήθεια» πολλών ΜΜΕ που έχουν στο πλευρό τους, αντί να αναδεικνύουν και να προβάλλουν συγκεκριμένες λύσεις στα επίδικα ζητήματα, προσπαθούν να καλλιεργήσουν την  εντύπωση πως «όλοι φταίμε» για όσα δραματικά συμβαίνουν στον τόπο μας και πως όλοι μαζί, συντονισμένοι σε μια «κοινή» προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες και να αποπληρώσουμε το «χρέος» μας προς τις επόμενες γενιές….

Με αυτές λοιπόν τις γενικότητες και την αποπροσανατολιστική τακτική τους τα κόμματα εξουσίας αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αυτονόητες υποχρεώσεις τους.

Ακόμη και οι κρίσιμες αποφάσεις για την ενίσχυση του διαθέσιμου υδάτινου δυναμικού της θεσσαλικής λεκάνης και την ολοκλήρωση των αντίστοιχων έργων μεταφοράς (εκτροπής) νερού προς το ΥΔΘ, προς το παρόν βρίσκονται στον αέρα !

Την ίδια ώρα οι εκτεταμένες αρδεύσεις στο κάμπο που υπερβαίνουν την φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων της περιοχής (επιφανειακών και υπόγειων), σε συνδυασμό και με λανθασμένες ή/και ξεπερασμένες γεωργικές πρακτικές, επιδεινώνουν την κατάσταση και στρώνουν τον δρόμο προς περαιτέρω ερημοποίηση εδαφών.

Και το κυριότερο, «απουσιάζουν» τα αναγκαία αποθέματα νερού που θα αποτελούσαν το οπλοστάσιο κατά της ΕΡ/ΞΗ, εφόσον τα  έργα ταμίευσης υδάτων και στις δυο θεσσαλικές λεκάνες απορροής (Πηνειού και Αχελώου) καθυστερούν χαρακτηριστικά !

Προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα πως η ελπίδα να αντιμετωπίσουμε τα κρίσιμα αυτά θέματα είναι να συμβάλουμε όλοι στην συνειδητοποίηση της οριακής κατάστασης που βιώνουμε και ταυτόχρονα να πάρουμε εμείς οι ίδιοι (και όχι μόνο μέσω «αναθέσεων» σε εκπροσώπους μας….) την υπόθεση στα χέρια μας, να απαιτήσουμε από τους πολιτικούς συγκεκριμένες δεσμεύσεις, έτσι ώστε  να αποκρούσουμε τους κινδύνους και να θωρακίσουμε την περιοχή μας στον δρόμο μιας υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης που αναμφισβήτητα «δικαιούνται» οι επόμενες γενιές.

*Γιαννακός Κώστας, γεωπόνος, πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ

 Eνημερωθείτε για τα νέα του blog :

- Από την σελίδα μας στο fb

- Από την ομάδα μας στο fb  

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ : Οι οριστικές αποφάσεις για το υδατικό πρόβλημα η μόνη διέξοδος από την στασιμότητα και την περιβαλλοντική υποβάθμιση της Θεσσαλίας (Κώστας Γιαννακός - Κώστας Γκούμας – Ηλίας Κοτσιμπογεώργος, Τάσος Μπαρμπούτης)*

Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ)


Ελάχιστοι σήμερα αμφισβητούν πως στη Θεσσαλία εξελίσσεται μια έντονη και διαρκής  υποβάθμιση των υδάτινων οικοσυστημάτων, επιφανειακών και υπόγειων, είτε αυτή γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους κατοίκους της είτε όχι.

Όλες χωρίς εξαίρεση οι επιστημονικές μελέτες αλλά και συμπεράσματα των επίσημων εκθέσεων, όπως πχ. τα Σχέδια Διαχείρισης  Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) που εγκρίνονται από τις κυβερνήσεις και στη συνέχεια υποβάλλονται στα αρμόδια όργανα της ΕΕ, πιστοποιούν πως η ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των υδάτων στη Θεσσαλία είναι στις περισσότερες περιπτώσεις «κακή» και οι κίνδυνοι για την ισορροπία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων ιδιαίτερα σοβαροί

Και βεβαίως κανείς πλέον δεν αποδίδει τις εκτιμήσεις αυτές, όπως σε κάποιο βαθμό συνέβαινε παλαιότερα, σε υπερβολές  μερικών οικολόγων η  ορισμένων ανεύθυνων λαϊκιστών.

Αυτή είναι σε πολύ γενικές γραμμές η κατάσταση με την οποία «υποδεχόμαστε» στη Θεσσαλία την ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ για το  ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, στο οποίο, με απόφαση του ΟΗΕ, είναι αφιερωμένη η 5η Ιουνίου κάθε έτους. [Και παρότι η  εφετινή για το 2023 είναι αφιερωμένη στην ρύπανση από τα πλαστικά, εμείς θα επιμείνουμε στο υδατικό πρόβλημα που επηρεάζει αποφασιστικά τη ζωή μας και καθορίζει το μέλλον στην περιοχή μας].

Η αιτία για όλα αυτά είναι γνωστή. Η Θεσσαλία εδώ και μερικές δεκαετίες βρίσκεται σε έναν διαρκή ακήρυχτο πόλεμο για την ανεύρεση νερού, σε ευθεία αντιπαράθεση με τη φύση.

Οι χρήστες νερού, με την ανοχή ή/και την στήριξη από τις αρμόδιες αρχές και τους πολιτικούς τους  προϊσταμένους, αναζητούν υπέρμετρα υψηλές ποσότητες νερού  για τις αρδεύσεις μέσα  από ποτάμια, λίμνες η υπόγειους υδροφορείς, παραγνωρίζοντας  εάν οι υπερβολικές και χωρίς έλεγχο αντλήσεις  παραβιάζουν την φέρουσα ικανότητα του κάθε υδάτινου οικοσυστήματος και αδιαφορώντας εάν την επόμενη ημέρα η λειτουργία του παραμένει η όχι βιώσιμη.

Με δυο λόγια όλα υποτάσσονται στις ανάγκες των αρδεύσεων χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και  χωρίς μέριμνα να εξισορροπηθεί σταδιακά η ζήτηση με την «προσφορά» νερού, ώστε να μην συσσωρεύονται διαρκώς νέα ελλείμματα απειλώντας τα οικοσυστήματα με κατάρρευση.

Στρατιώτες στην πρώτη γραμμή αυτού του ακήρυχτου πολέμου για το νερό οι ίδιοι οι αγρότες  που βιώνουν την αγωνία της επιβίωσης και αναζητούν στηρίγματα ώστε να παραμείνουν στον τόπο τους δουλεύοντας την γη.

Όμως, παρά την σημασία και την κρισιμότητα του τομέα που υπηρετούν και ο οποίος, υπό  προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συμβάλει στην επισιτιστική ασφάλεια της χώρας και στην μείωση των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου σε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα, η στήριξη που τους προσφέρεται από την πολιτεία είναι στρεβλή και ανεπαρκής.

Μετά από την συνεχιζόμενη επί δεκαετίες επιδείνωση της κατάστασης αλλά και τις τεκμηριωμένες προτάσεις επιστημόνων, φορέων, οργανώσεων  και ιδρυμάτων (Πανεπιστήμια, Ινστιτούτα κλπ.), θα περίμενε κανείς οι κυβερνήσεις να έχουν ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που οι συνθήκες επιβάλλουν.

Δυστυχώς όμως, ακόμη και σήμερα, απουσιάζει ο κατάλληλος  προγραμματισμός και παραμένει «διστακτική» και  περιορισμένη η διάθεση πόρων για την υλοποίηση κατάλληλων υποδομών, δηλαδή έργων που θα συμβάλλουν είτε στην εξοικονόμηση νερού (πχ. σύγχρονα αρδευτικά δίκτυα), είτε στην ενίσχυση των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού (πχ. ταμιευτήρες).

Αποτέλεσμα είναι οι εξελίξεις να είναι αργές και οι υποδομές που προστίθενται να πραγματοποιούνται με μεγάλη καθυστέρηση, αδυνατώντας να αντιστρέψουν την καταστροφική πορεία των πραγμάτων.

Τα κυβερνητικά επιτελεία, στη λογική του πελατειακού συστήματος, επιλέγουν να χαϊδεύουν αυτιά επιτρέποντας την επέκταση αρδεύσεων στα όρια των 2,5 εκατ. στρεμμάτων (δες ισχύον αναθεωρημένο ΣΔΛΑΠ 2017), ενώ με απλή αριθμητική αποδεικνύεται πως, υπό τις παρούσες συνθήκες, τόσες εκτάσεις είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να εξυπηρετηθούν αρδευτικά από τις διαθέσιμες ποσότητες νερού στο Υδατικό Διαμέρισμα  Θεσσαλίας (ΥΔΘ), δηλαδή από τα νερά της ΛΑΠ Πηνειού.

Κάτι τέτοιο θα είναι δυνατόν να συμβεί (και θα είναι σαφώς ωφέλιμο για την ασφάλεια, για την οικονομία και για την βιώσιμη γεωργία στη Θεσσαλία) ΜΟΝΟ εφόσον το πολιτικό σύστημα και οι κυβερνήσεις οριστικοποιήσουν την «μετέωρη» επιλογή τους για ΕΝΙΣΧΥΣΗ του υδατικού δυναμικού του ΥΔΘ μέσω μεταφοράς (εκτροπής) υδάτων από τον ημιτελή ταμιευτήρα Συκιάς επί του Αχελώου.

Όσο δεν το πράττουν και όσο δεν ξεκαθαρίζουν τη θέση τους δυο πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα : το ένα είναι πως κοροϊδεύουν τον κόσμο και τους αγρότες στους οποίους «κλείνουν το μάτι» καλλιεργώντας ψεύτικες ελπίδες και το άλλο πως «στρώνουν» τις προϋποθέσεις για την συνεχιζόμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων έως τα όρια της καταστροφής !

Στην πράξη λοιπόν πολλοί αγρότες του θεσσαλικού κάμπου γίνονται άθελα τους το «εργαλείο» της  καταστροφής των οικοσυστημάτων του τόπου τους.

Όλοι όμως οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως η μεγάλη ευθύνη ανήκει στους ηθικούς αυτουργούς που με την απραξία τους αντικειμενικά λειτουργούν σε βάρος της φύσης και σε βάρος των επόμενων γενεών.

Εκείνοι έχουν την υποχρέωση να διαμορφώσουν έναν ολοκληρωμένο προγραμματισμό δράσεων και έργων, να εξασφαλίσουν και να διαθέσουν έγκαιρα (πριν την καταστροφή) τους αναγκαίους πόρους, να θεσμοθετήσουν κατάλληλα μοντέλα διοίκησης υδάτων, να ενημερώσουν τους χρήστες νερού, να καλλιεργήσουν την σωστή νοοτροπία, να «διδάξουν» τον σεβασμό στην φύση και τα οικοσυστήματα.

Όλα αυτά αποτελούν βασική υποχρέωση των κυβερνήσεων και ουσιαστικά τα μεγάλα προβλήματα γεννιούνται από την πλημμελή άσκηση της ενδεδειγμένης πολιτικής. [Βεβαίως δεν παραβλέπουμε και την κατά ένα πολύ μικρότερο μέρος αρνητική  συμβολή ορισμένων εκπροσώπων μας στην Αυτοδιοίκηση και κάποιων ηγεσιών σε οργανώσεις αρδευτών που από κοινού, ο καθένας με το δικό του μερίδιο ευθύνης, συμβάλλουν αντικειμενικά στην συγκάλυψη των αυτονόητων πολιτικών ευθυνών].

Πολύ εύστοχη αποτύπωση της κατάστασης και της προοπτικής των οικοσυστημάτων  της λεκάνης Πηνειού θεωρούμε όσα περιγράφει σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην έκδοση Μαΐου του  περιοδικού «Ξένιος Θεσσαλός» ο γνωστός περιβαλλοντολόγος Ζήσης Αργυρόπουλος (ΖΑ), αποσπάσματα των οποίων   θα παραθέσουμε.

Ο ΖΑ φοβάται πως «την κατάσταση του Πηνειού την αγνοούμε είτε έχουμε συμβιβαστεί με αυτή ! Από τον Πηνειό ΄΄κλέβουμε΄΄ περίπου 500 εκατ. κ. μ. (νερού) το χρόνο, εμποδίζοντας τον να έχει την ελάχιστη οικολογική παροχή, όπως προβλέπεται από την κοινοτική Οδηγία 2000/60/ΕΕ».

Αναφέρει επίσης πως «Η Κάρλα, πιο σωστά ο ταμιευτήρας που κατασκευάστηκε στην θέση της παλιάς λίμνης……αυτή τη στιγμή γεμίζει από τον Πηνειό που ήδη είναι προβληματικός και φοβάμαι ότι το μέλλον της (Κάρλας) ως υγροβιότοπος θα είναι ομοίως προβληματικό ! Όλα λοιπόν είναι ζήτημα διαχείρισης ! Και κυρίως να ξεκαθαρίσουμε τα ΄΄θέλω΄΄ μας και τις απαιτήσεις μας από την Θεσσαλία. Και αυτό δεν θα συμβεί αν δεν υπάρξει ένα master plan που να θέτει στόχους προσαρμοσμένους στην κλιματική εξέλιξη, στην επισιτιστική και υδατική ασφάλεια. Και σίγουρα ένα Σχέδιο προσαρμοσμένο σ’ αυτό που ονομάζουμε ΄΄φέρουσα ικανότητα΄’ του γεωγραφικού μας χώρου….Αν παραμείνουμε στην σημερινή κατάσταση φοβάμαι πως θα κάνουμε μια μίζερη διαχείριση των αδιέξοδων μας».

Τέλος αναφερόμενος στην διέξοδο, ο ΖΑ θεωρεί αναγκαία «την ανάταξη αυτού του τεράστιου υδατικού ελλείμματος, που κυριολεκτικά αποτελεί βόμβα ! Κι εδώ, σ’ αυτό το τελευταίο, ίσως χωράει η μεταφορά νερού από τον Αχελώο, μέσω του φράγματος της Συκιάς. Σκεφτείτε μια Θεσσαλία να εισέρχεται σε μια περίοδο ξηρασίας με όλα τα παραπάνω ακόμα στα χαρτιά η ακόμα χειρότερα στα μυαλά μας. 

Πολύ φοβάμαι πως η αδράνεια και ατολμία θα μας οδηγήσουν στα χειρότερα ! ».

Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, είναι εντυπωσιακή η ψευδεπίγραφη φιλοπεριβαλλοντική ρητορική των κομμάτων που ασκούν  την κυβέρνηση στη χώρα μας.

Όπως αποδεικνύεται η βασική τους προτεραιότητα είναι να εξασφαλίζουν τις εκλογικές προτιμήσεις των κατοίκων του κάμπου χρησιμοποιώντας κατάλληλα κάθε είδους κίνητρα και ενισχύσεις (ΚΑΠ, επιδόματα, έκτακτες ενισχύσεις, έργα μικρής κλίμακας κλπ.), χωρίς όμως να διαμορφώνουν μια αγροτική πολιτική σε βάθος χρόνου με γνώμονα την επισιτιστική ασφάλεια, χωρίς να μεριμνούν για την στέρεη δημιουργία συνθηκών  βιωσιμότητας των αγροτικών νοικοκυριών, χωρίς να ενδιαφέρονται να εκπονήσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και να διαθέσουν τους ανάλογους οικονομικούς πόρους για την σταδιακή υλοποίηση των αναγκαίων υποδομών (πρωτίστως στο υδατικό), χωρίς να έχουν το θάρρος να λάβουν εκείνες τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις (πχ. ολοκλήρωση η κατεδάφιση των έργων Άνω Αχελώου που προαναφέραμε) ώστε να γνωρίζουν οι αγρότες ποιες είναι πραγματικά οι διαθέσιμες ποσότητες νερού για το μέλλον στον τόπο τους !

Και όπως γράφει και ο Ζ. Αργυρόπουλος (ο.π.) τίθεται θέμα «διάθεσης κάποιων να….σπάσουν τα αυγά, να συγκρουστούν όχι μόνο με συμφέροντα αλλά με την γενική αδράνεια που χαρακτηρίζει και ολόκληρη την κοινωνία».

Εμείς απλά θα συμπληρώσουμε πως μέσα στην συνεχιζόμενη στασιμότητα των προβλημάτων και την διαχρονική κυβερνητική απραξία, οι αρμόδιοι συνεχίζουν να εθελοτυφλούν και να «ανέχονται» την αλόγιστη χρήση φυσικών πόρων και κατ’ επέκταση την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, παρότι στα λόγια περισσεύουν οι αναφορές τους στην κλιματική αλλαγή και οι «όρκοι» τους στην προστασία του περιβάλλοντος.

Είναι εντυπωσιακό πως όλο αυτό το χρονικό διάστημα της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου τα μεγάλα αυτά ζητήματα, ειδικά από τα κόμματα εξουσίας, απουσίαζαν εμφατικά.

Θα ήταν συνεπώς άδικο εάν αναφερθούμε σε πολιτική υποκρισία ;

Με όλο το σεβασμό λοιπόν στους κανόνες της δημοκρατίας και στις επιλογές των πολιτών, εφέτος ας μας επιτρέψουν την Παγκόσμια Ημέρα που είναι αφιερωμένη στο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ να την «εορτάσουμε» μόνοι μας, χωρίς εκείνους που με τις πρακτικές τους και την αδράνεια τους κρίνονται στην πράξη επιλήσμονες των υποχρεώσεων τους απέναντι στην προστασία της φύσης και την βιώσιμη αξιοποίηση των «εργαλείων» που αυτή μας προσφέρει για μια καλύτερη ζωή, ιδιαίτερα των επομένων γενεών.

*Γιαννακός Κώστας, γεωπόνος, πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

*Κοτσιμπογεώργος Ηλίας, αντιπρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Θεσσαλίας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ

 Eνημερωθείτε για τα νέα του blog 

- Από την σελίδα μας στο fb

- Από την ομάδα μας στο fb  

Πόσο νερό λείπει από τη Θεσσαλία ; (Συνέντευξη του Κώστα Γκούμα* στον δημοσιογράφο Κυριάκο Μεσσήνη για το περιοδικό "Ξένιος ΘΕΣΣΑΛΟΣ")


 Κύριε Γκούμα ασχολείστε μια ζωή σχεδόν με την υπόθεση «νερό στην Θεσσαλία». Πως θα  περιγράφατε το καθοριστικό για την περιοχή σας  υδατικό πρόβλημα ;

 

ΑΠ : Πράγματι κ. Μεσσήνη, όσοι ζούμε στην Θεσσαλία, είτε πρόκειται για ευαίσθητους πολίτες, αγρότες η χρήστες νερού, είτε για ειδικούς επιστήμονες και για ανθρώπους της αυτοδιοίκησης, γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο διαχρονικά  πρόβλημα μας είναι το υδατικό.

Έτσι και εγώ προσωπικά (όπως και πολλοί άλλοι), λόγω της υπηρεσιακής μου ενασχόλησης αλλά και της εμπλοκής μου στα κοινά, ασχολήθηκα με το θέμα αυτό από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και έκτοτε παρακολουθώ συνεχώς σχεδόν όλες τις προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010, παρότι γνωρίζαμε όλες σχεδόν τις παραμέτρους του υδατικού προβλήματος, το είχαμε τεκμηριώσει επιστημονικά και διαθέταμε διεκδικητικό πλαίσιο προτάσεων για την επίλυση του, δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί μια ολιστική  διάσταση του και δεν είχε προβληθεί καταλλήλως ο επείγων χαρακτήρας του, ιδιαίτερα στις νέες  συνθήκες της κλιματικής κρίσης.

Με την εφαρμογή  όμως της Οδηγίας 60/2000 της ΕΕ για τα ύδατα (που στη χώρα μας εφαρμόστηκε με καθυστέρησή μιας δεκαετίας) αυτό άλλαξε. Με  την έγκριση των πρώτων Σχεδίων Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ, 2014) Θεσσαλίας διαθέτουμε ένα σύγχρονο εργαλείο άσκησης πολιτικής διαχείρισης των υδάτων, το οποίο αναθεωρείται κάθε 6 χρόνια.

Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες η Θεσσαλία βιώνει τις επιπτώσεις ενός σύνθετου υδατικού προβλήματος, που ήδη εξελίσσεται σε περιβαλλοντικό – οικολογικό και θα επιδεινωθεί σε συνθήκες κλιματικής κρίσης.


Επιγραμματικά το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας είναι πρόβλημα υδατικής ασφάλειας των κατοίκων της από φαινόμενα ΛΕΙΨΥΔΡΙΑΣ – ΞΗΡΑΣΙΑΣ και ΠΛΗΜΜΥΡΩΝ, πρόβλημα ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ (μείζονος σημασίας) από συσσωρευμένο υδατικό έλλειμμα υπόγειων υδάτων (3.000 hm3 νερού) με κίνδυνο κατάρρευσης υπόγειων οικοσυστημάτων, πρόβλημα εφαρμογής αποτελεσματικής πολιτικής για μείωση καταναλώσεων νερού στη Γεωργία, για ταμίευση επιφανειακού νερού και περιορισμό χρήσης  υπόγειου νερού (γεωτρήσεις), για μείωση κόστους άρδευσης, πρόβλημα από αδυναμίες συντονισμού στην διαχείριση των υδάτων, έλλειψη ενιαίου φορέα διαχείρισης, απηρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο (ΤΟΕΒ) και εν δυνάμει οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα από φθίνουσα γεωργία (εγκατάλειψη εκμεταλλεύσεων λόγω έλλειψης νερού και κόστους).

 

- Οι πηγές νερού είναι τα επιφανειακά και τα υπόγεια νερά. Μπορείτε να μας τα ορίσετε για την Θεσσαλία ; Έχουμε μια εικόνα πόσο νερό χρειάζεται ο θεσσαλικός κάμπος  με τις υπάρχουσες καλλιέργειες,  πόσο νερό υπάρχει και πόσο λείπει  ;

 

ΑΠ : Στην κοινή γνώμη επικρατεί – εδώ και πολλά χρόνια – η εντύπωση ότι η Θεσσαλία δεν διαθέτει επάρκεια νερών. Αυτό δεν είναι ακριβές !

 

Η Θεσσαλία αποτελεί μία ενιαία γεωγραφική - διοικητική ενότητα της χώρας όπου, εκτός από την Κεντρική και Ανατολική, υπάγεται και η Δυτική Θεσσαλία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η περιοχή του Άνω Αχελώου με τα νερά και τις πηγές του, συνεπώς η υδατική της επάρκεια είναι δεδομένη.

Όμως, με βάση την γεωμορφολογία και την «υδατική» διαίρεση των Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΛΑΠ), η Θεσσαλία υπάγεται σε δυο διακριτά Υδατικά Διαμερίσματα (ΥΔ) και συγκεκριμένα στο ΥΔ Θεσσαλίας με τις ΛΑΠ Πηνειού και Αλμυρού - Πηλίου και στο όμορο ΥΔ Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με την ΛΑΠ Αχελώου. 

Ως θεσσαλικά νερά και θεσσαλικά έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων συνεπώς, περιγράφονται όλα τα κατασκευασμένα και υπό κατασκευή έργα, που αξιοποιούν υδατικούς πόρους μέσα στα γεωγραφικά όρια της Θεσσαλίας, δηλαδή τόσο αυτά που βρίσκονται στο ΥΔ Θεσσαλίας, όσο και αυτά που βρίσκονται στην γειτονική ΛΑΠ Αχελώου.

Είναι προφανές λοιπόν ότι ένα μεγάλο μέρος των «θεσσαλικών» νερών οδηγείται νότια προς τις εκβολές του Αχελώου, δηλαδή την Αιτωλοακαρνανία που την καθιστά πλούσια σε νερά, με ετήσια επιφανειακή βροχόπτωση 1.370 mm (ενώ η αντίστοιχη στο ΥΔΘ είναι 678 mm) και γι’ αυτό επικρατεί η λανθασμένη εντύπωση (ή η μισή αλήθεια) ότι η Θεσσαλία δεν έχει νερά.

Στο θεσσαλικό κάμπο καλλιεργούνται  σχεδόν 5 εκατομμύρια στρέμματα γεωργικής έκτασης, από τα οποία αρδευόμενα είναι περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια, πολλά όμως από αυτά αρδεύονται  πλημμελώς και με πολύ υψηλό κόστος. 

Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε ειδική ημερίδα στη Λάρισα (20 Μάρτιου), η ζήτηση νερού που καταγράφεται ετησίως στη Θεσσαλία ξεπερνά το 1,5 δισεκατομμύριο κυβικά μέτρα νερού, από τα οποία το 95% αφορά στη Γεωργία.

Από τις ποσότητες αυτές, συνήθως το 70% προέρχεται από υπόγεια ύδατα που αντλούνται μέσω 30 - 33.000 γεωτρήσεων, ενώ η κάλυψη της ζήτησης αρδευτικού νερού γίνεται με μη βιώσιμο τρόπο, αντίθετο με τις αρχές της σχετικής οδηγίας για τα νερά, τόσο όσον αφορά στα υπόγεια νερά  αλλά και στα επιφανειακά  οικοσυστήματα.

Εάν λάβουμε υπόψη πως η ασφαλής (περιβαλλοντικά) ποσότητα διαθέσιμων υδάτων από υφιστάμενους ταμιευτήρες ανέρχεται σε 220 εκατ. κ. μ. ετησίως, η ποσότητα βιώσιμης απόληψης υπογείων υδάτων σε 620 εκατ. κ. μ.  και η αντίστοιχη απόληψη από επιφανειακά νερά (ποταμών) σε 180 εκατ. κ. μ., τότε το ετήσιο έλλειμμα νερού ξεπερνά τα 500 εκατ. κ. μ.  νερού !!.

[Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του ελλείμματος, η ποσότητα αυτή ισοδυναμεί με σχεδόν μιάμιση φορά τον όγκο νερού που καταναλώνεται για τις ανάγκες του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθήνας – Πειραιά !].

Άρα για να απαντήσω και στο ερώτημά σας, ΝΑΙ μας λείπει το νερό όταν το χρειαζόμαστε και θα συνεχίσει να μας λείπει, εάν δεν συμφωνήσουμε όλοι, δηλαδή χρήστες νερού, φορείς αγροτών – Αυτοδιοίκησης και Πολιτεία, προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να πορευτούμε τα επόμενα χρόνια, ποια όρια θα τεθούν στις αρδευόμενες εκτάσεις (καθαρά πολιτική απόφαση) και εάν θα συμφωνηθεί επιτέλους μια κοινής αποδοχής μεσο-μακροπρόθεσμη πολιτική στην διαχείριση του νερού στην Θεσσαλία.

- Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, εκκωφαντικά παρούσα – Η Ξηρασία ακούγεται απειλητική. Πως θα την αντιμετωπίσουμε ;

ΑΠ : Για να προσεγγίσουμε, με σχετική ασφάλεια, την μελλοντική εξέλιξη και τις προοπτικές του υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας σε συνθήκες ξηρασίας και κλιματικής κρίσης, θα πρέπει να κάνουμε μια προβολή στο μέλλον, βασιζόμενοι στις εκτιμήσεις, προβλέψεις ή/και μελέτες έγκριτων επιστημόνων οι οποίοι ασχολήθηκαν με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στη Θεσσαλία.

Να διευκρινίσουμε ότι ξηρασία είναι η μεγάλη μείωση (συνήθως προσωρινή) των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού, σε σύγκριση με τις μέσες διαθέσιμες ποσότητες διαχρονικά και δεν είναι συνέπεια της κλιματικής αλλαγής.

Η λειψυδρία είναι η έλλειψη νερού που υπάρχει σε συγκεκριμένη περιοχή την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μπορεί να προκληθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα, γίνεται όμως και αυτή εντονότερη από έκτακτη ή τυχαία παρατεταμένη ανομβρία (ξηρασία).

    Πηνειός (περιοχή Τερψιθέας Λάρισας)

Στο παρελθόν είχαμε στη Θεσσαλία σημαντικά φαινόμενα μέτριας ξηρασίας (κάθε 3 – 5 χρόνια) και έντονης ξηρασίας (κάθε 7 χρόνια και με 2 συνεχόμενες χρονιές) που δύσκολα τις αντιμετωπίσαμε χωρίς σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Λίμνη Αργυροπουλίου - Πηγές Μάτι Τυρνάβου

Κρίσιμη παράμετρος αντιμετώπισης φαινομένων λειψυδρίας ή/και ξηρασίας είναι η ύπαρξη υδατικών ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ. Για παράδειγμα, εάν η τεχνητή λίμνη Ν. Πλαστήρα δεν συγκεντρώνει κάθε χρόνο τις υπερπολύτιμες ποσότητες νερού, η Θεσσαλία καθίσταται ιδιαίτερα ευάλωτη απέναντι στους κίνδυνους ΞΗΡΑΣΙΑΣ, δεδομένου πως ΔΕΝ προσφέρονται άλλα αξιόλογα συγκεντρωμένα αποθέματα ασφάλειας.

ΦΡΑΓΜΑ ΤΑΥΡΩΠΟΥ 

Τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας, στις αμέσως επόμενες δεκαετίες, μελέτησε πρόσφατα και η ερευνητική ομάδα υπό τον συντονισμό του καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη.

Στη μελέτη αυτή αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι : Οι περισσότερες καλλιέργειες και η κτηνοτροφία θα επηρεαστούν αρνητικά κυρίως στο Ηράκλειο της Κρήτης, την Ηλεία, την Κορινθία και τη Λάρισα.

Για να υπάρχει επιτυχές αποτέλεσμα και να υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές – ιδιαίτερα σε συνθήκες κλιματικής κρίσης - σε προβλήματα όπως το υδατικό της Θεσσαλίας, είναι απαραίτητη αφενός η καλή γνώση της κατάστασης που ήδη βιώνουμε και η ανάλογη προετοιμασία με ρεαλιστικό σχέδιο, μέτρα και δράσεις και αφετέρου η επιστημονική προσέγγιση των προβλημάτων (που προβλέπουμε ότι ενδεχομένως θα εμφανιστούν στο μέλλον).

- Στη Θεσσαλία έχουμε αρκετά επιφανειακά νερά στον άνω Αχελώο και στον Πηνειό, που όμως σημαντικές ποσότητες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν «χάνονται» στην θάλασσα.  

Ο ταμιευτήρας Κάρλας, δυο - τρία φράγματα που υπάρχουν περιμετρικά του κάμπου και  κάποια μικρότερα έργα, τι δυνατότητες μας προσφέρουν ; Που θα μπορούσαν να γίνουν άλλα φράγματα συγκράτησης νερών για να εκμεταλλευτούμε αυτόν τον πλούτο και με ποιο αποτέλεσμα ;

 

ΑΠ : Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΔΛΑΠ (2014), ο μέσος ετήσιος όγκος των απορροών στις εκβολές του ποταμού Αχελώου είναι 4,150 δις κ. μ. νερού. Από αυτά ένα μέρος τροφοδοτεί 3 ΥΗΕ (φράγματα Κρεμαστών, Καστρακίου, Στράτου), ενώ τα υπόλοιπα (πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια χειμερινών απορροών) «χάνονται» και δεν αξιοποιούνται, παρά τις προφανείς επείγουσες ανάγκες.

 


Μια αξιόλογη επίσης (αλλά σαφώς μικρότερη) ποσότητα νερού από τον Πηνειό χάνεται στη θάλασσα, δεδομένου ότι τροφοδοτεί τον Ταμιευτήρα Κάρλας (κατά 70%), το θυρόφραγμα Γυρτώνης, 20 πεδινές λιμνοδεξαμενές του ΤΟΕΒ Πηνειού, και άλλα μικρότερα έργα.

 

ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΡΛΑΣ

ΡΟΥΦΡΑΚΤΗΣ ΓΥΡΤΩΝΗΣ

Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Πηνειός στο μέλλον, με δεδομένο ότι  δεν θα μπορεί να ενισχύεται από την λίμνη Πλαστήρα, καθώς επίσης   δεν προχωρά  η ολοκλήρωση του φράγματος Συκιάς και συνεπώς η μεταφορά νερού από τον Αχελώου, ΔΕΝ είναι δυνατόν επ’ άπειρον και χωρίς καταστροφικές συνέπειες να ανταποκρίνεται στις υπερβολικές αντλήσεις των παραπήνειων αρδευτών, να «δίνει ζωή» στην Κάρλα και να ενισχύει τα προβληματικά υπόγεια οικοσυστήματα.

 

Τα έργα ταμίευσης γύρω από τον θεσσαλικό κάμπο που αναφέρατε είναι καθοριστικά για την ΑΣΦΑΛΕΙΑ από ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ, οι οποίες  αποτελούν συχνό φαινόμενο για τη Θεσσαλία που δυστυχώς θα εμφανίζεται με όλο μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα λόγω της κλιματικής κρίσης.

Η λύση λοιπόν είναι, εκτός από τα επιμέρους αντιπλημμυρικά έργα κατά περιοχή (ανάλογα με την γεωμορφολογία), να δημιουργηθούν στα ημιορεινά και άλλοι ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΕΣ συγκέντρωσης των χειμερινών ροών, οι οποίοι κατά την κρίσιμη στιγμή αιχμής ενός πλημμυρικού φαινομένου θα μπορούσαν να συγκρατήσουν σημαντικές ποσότητες υδάτων και να περιορίσουν τις καταστροφές.

Τα χρήματα που δαπανώνται για αποκατάσταση ζημιών και αποζημιώσεις υπερβαίνουν κατά πολύ το κόστος αυτών των έργων, ενώ η απόσβεση του διευκολύνεται εάν σκεφθούμε πως οι ταμιευτήρες γύρω από τον θεσσαλικό κάμπο είναι έργα ΠΟΛΛΑΠΛΟΥ ΣΚΟΠΟΥ που θα καλύψουν ταυτόχρονα ανάγκες ύδρευσης (δες Σμόκοβο) και άρδευσης, θα προσφέρουν παραγωγή «πράσινης» υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ θα δημιουργήσουν ένα αξιόλογο υδατικό απόθεμα ασφαλείας για φαινόμενα ξηρασίας και αποκατάσταση απειλούμενων με κατάρρευση υπογείων υδροφορέων, υποκαθιστώντας ένα μέρος των υπεραντλήσεων από ποτάμια και (κυρίως) υπόγεια  οικοσυστήματα.

 


Τα έργα αυτά που είναι σε όλους γνωστά [Πύλη, Μουζάκι, Νεοχώρι, Αλμυρός, Σκοπιά Φαρσάλων (σημ.: έχει ήδη δρομολογηθεί πριν λίγους μήνες), Ελασσόνα και άλλα μικρότερα], περιέχονται στις προτάσεις των Σχεδίων Διαχείρισης (ΣΔΛΑΠ), που εγκρίθηκαν από τις τρεις τελευταίες κυβερνήσεις.

[Σημείωση : Τα έργα αυτά έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα καθιστούν ανεξάρτητα και ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ως προς τα έργα μεταφοράς νερού (εκτροπής) Αχελώου και συνεπώς ΔΕΝ πρέπει κανείς να τα αντιπαραβάλλει ως «επιχείρημα» απέναντι στις διεκδικήσεις μας για τα έργα Αχελώου ].

Στην ΛΑΠ Αχελώου έχουμε ολοκληρωμένα ή ημιτελή τα υδροηλεκτρικά έργα Μεσοχώρας, Συκιάς, και Ταυρωπού και την σήραγγα μεταφοράς Πευκόφυτου.

 

- Θυμάμαι τον Αχελώο να σέρνεται από την δεκαετία του '80, στα πρώτα χρόνια που δημοσιογραφούσα και ακόμα συζητάμε για την εκτροπή του. Ποιος είναι ο χαρακτήρας των τριών αυτών έργων και πως θα συμβάλλουν στην επίλυση του υδατικού Θεσσαλίας ;

 

ΑΠ : Ας ξεχωρίσουμε τα τρία έργα που προαναφέρατε. Η Μεσοχώρα είναι αμιγώς υδροηλεκτρικό και δεν συνδέεται με την μεταφορά νερού προς την θεσσαλική πεδιάδα. 

ΦΡΑΓΜΑ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ

Αντίθετα το ΥΗΕ Ταυρωπού, που ήδη λειτουργεί από την δεκαετία του 1960, είναι έργο που εξυπηρετεί πολλαπλά την Θεσσαλία και κυρίως τις αρδεύσεις (περιοχή Καρδίτσας και ενίσχυση Πηνειού).

Όσον αφορά στο φράγμα Συκιάς επί του Άνω Αχελώου (σύνορα Καρδίτσας -Άρτας) και την συνδεμένη με αυτό σήραγγα μεταφοράς Πευκοφύτου (προς Μουζάκι), πρόκειται για έργα απόλυτα  αναγκαία για την Θεσσαλική πεδιάδα, που όμως παραμένουν  ημιτελή και εγκαταλειμμένα, παρότι σημαντικό μέρος του φυσικού αντικειμένου έχει εκτελεστεί κατά 65% και 85% αντίστοιχα και έχουν δαπανηθεί πάνω από 500 εκατ. ευρώ (σημερινές αξίες), αναξιοποίητα  και «εγκαταλειμμένα» και αυτά, μαζί με τα κουφάρια των έργων.

 

ΦΡΑΓΜΑ ΣΥΚΙΑΣ

ΕΞΟΔΟΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ ΑΧΕΛΩΟΥ

Όλα τα στοιχεία δείχνουν τάσεις αύξησης των υδατικών ελλειμμάτων, συνεπώς παραμένει κυρίαρχο και επείγον το ζήτημα της  ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ του υδατικού της δυναμικού με την μεταφορά 250 εκατ. κ. μ. νερού από τον π. Αχελώο [σημ. : επιλογή ΣΔΛΑΠ 2014/κυβέρνηση Σαμαρά], τα οποία  αποτελούν αποφασιστικής σημασίας εργαλεία για την βιώσιμη διαχείριση υδατικών πόρων και την δημιουργία επαρκών ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΡΟΥ ΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ, καθώς και για την ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ (ΠΟΤΑΜΙΑ,ΥΠΟΓΕΙΟΙ ΥΔΡΟΦΟΡΕΙΣ) που κινδυνεύουν με ολική καταστροφή.

Βεβαίως κάποιοι υποστηρίζουν  πως η  ενίσχυση αυτή είναι επιβλαβής και περιττή. Φρόντισαν άλλωστε να αναιρεθεί η σχετική απόφαση του 2014, επιλέγοντας την ακύρωση των ημιτελών έργων Αχελώου [σημ. : επιλογή του  αναθεωρημένου ΣΔΛΑΠ 2017/κυβέρνηση Τσίπρα].

Κάτι τέτοιο προφανώς θα οδηγήσει στην μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων, που εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 400 χιλιάδες  έως ένα (1) εκατομμύριο στρέμματα (ανάλογα με το είδος καλλιεργειών, την υλοποίηση άλλων έργων ταμίευσης, την επιτυχία ενός προγράμματος εξοικονόμησης νερού, κλπ.).

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως απειλή, με επείγοντα χαρακτήρα, θεωρείται και η πολύ πιθανή εμφάνιση έντονων πλημμυρικών φαινομένων στην περιοχή των εγκαταλειμμένων έργων Αχελώου.

Σε μια τέτοια περίπτωση απειλείται η ευστάθεια των υφιστάμενων κατασκευών, η υπερπήδηση των προ φραγμάτων, με κίνδυνο σοβαρών καταστροφών σε αυτά καθαυτά τα υφιστάμενα έργα φράγματος Συκιάς,  σε γέφυρες κατάντη (Αυλακίου,Τέμπλας κα), σε κτίσματα πλησίον της κοίτης Αχελώου, σε εν λειτουργία υδροηλεκτρικά έργα (Δαφνοζωνάρα) κλπ.

Θα θυμίσουμε ακόμη πως εδώ και πολλά χρόνια ο ποταμός Αχελώος παραμένει «μπαζωμένος», με ανυπολόγιστες οικολογικές επιπτώσεις που επιτέλους πρέπει να αντιμετωπισθούν.

- Υπάρχει λοιπόν μια κατάσταση στασιμότητας στη Θεσσαλία  σύμφωνα με τα όσα αναφέρατε πιο πριν για τις προοπτικές ολοκλήρωσης των έργων μεταφοράς από τον Αχελώο. Πρέπει να αναζητηθούν και άλλες μέθοδοι αποθήκευσης νερού κυρίως κατά τη χειμερινή περίοδο που θα αποδίδουν τις απαιτούμενες ποσότητες την περίοδο που χρειάζονται ; Είναι π.χ. εφαρμόσιμος και αποδοτικός ο τεχνητός εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων με τα νερά που είτε πλημμυρίζουν τις πεδινές εκτάσεις, είτε διαφεύγουν γρήγορα προς τη θάλασσα κατά τη διάρκεια του χειμώνα ;

 

ΑΠ : Ήδη αναφερθήκαμε σε όλες τις δυνατές λύσεις αποθήκευσης νερού και δημιουργίας αποθεμάτων αξιοποιώντας την γεωμορφολογία της περιοχής μας και την επιστημονική γνώση.

Όλα τα υφιστάμενα φράγματα στην λεκάνη Πηνειού (που είναι έργα ταμίευσης επιφανειακών νερών) αποθηκεύουν συνολικά περισσότερα από 280 εκατ. κ. μ. χειμερινών απορροών κάθε χρόνο (δες σχετικό πίνακα) και συνήθως προσφέρουν ταυτόχρονα αντιπλημμυρική προστασία και κάλυψη αναγκών ΥΔΡΕΥΣΗΣ, ή/και παράγουν ενέργεια, εκτός φυσικά από την άρδευση γειτονικών εκτάσεων.

 

Τα έργα τεχνητού εμπλουτισμού είναι έργα ταμίευσης νερού στους υπόγειους υδροφορείς θα συμβάλλουν και αυτά κατά ένα μέρος στον συνολικό στόχο.

Ήδη στην Θεσσαλία και ειδικότερα στην περιοχή Φαρσάλων έχουν κατασκευαστεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη έργα εμπλουτισμού (θυροφράγματα στον Ενιπέα, στην περιοχή Υπέρειας - Ορφανών Καρδίτσας και στα Βρυσιά Φαρσάλων), ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μελέτη τεχνητού εμπλουτισμού των υπόγειων υδάτων της ευρύτερης περιοχής Χάλκης - Κιλελέρ.

Είναι σημαντικά έργα που θα συνεισφέρουν στην άμβλυνση του οικολογικού - περιβαλλοντικού προβλήματος κάποιων περιοχών, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι είναι έργα τοπικής σημασίας, περιορισμένης κλίμακας και δεν μπορούν να πετύχουν μείζονες ανατροπές στο εξόχως ελλειμματικό υδατικό ισοζύγιο της Θεσσαλίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο εμπλουτισμός αυτός γίνεται με επιφανειακά νερά του (ήδη προβληματικού σε απορροές και ποιότητα) Πηνειού ποταμού.

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και να επιμείνουμε στην εφαρμογή ενός προγράμματος εξοικονόμησης νερού, όπως προβλέπεται στο ΣΔΛΑΠ.

Θα συμβάλλει επίσης μερικώς και η καθιέρωση σύγχρονων μεθόδων άρδευσης στο χωράφι καθώς και η καλλιέργεια σχετικής νοοτροπίας στους αγρότες, χωρίς όμως να υπερτιμάται ποσοτικά αυτή η παράμετρος (συχνά για λόγους εντυπώσεων) και να θεωρούν κάποιοι πως τα υδατικά ελλείμματα κυρίως οφείλονται στην …. «σπάταλη» των αγροτών !

- Στη Θεσσαλία υπάρχει το γνωστό θέμα της υπεράντλησης υπόγειων νερών για τις αρδεύσεις. Τι γίνεται με τα υπόγεια νερά ; Στερεύουν ; Πως διορθώνεται αυτό ;

ΑΠ : Στη Θεσσαλία το 70% των αρδευόμενων εκτάσεων εξυπηρετείται από υπόγεια νερά (περίπου 900 εκατ. κ. μ.) και μάλιστα από μόνιμα (μη ανανεούμενα) υδατικά αποθέματα, τα οποία εκ των πραγμάτων μειώνονται διαρκώς και μόλις το υπόλοιπο 30% από επιφανειακά νερά (ποταμοί, πηγές) και υφιστάμενα έργα ταμίευσης.

Η μελέτη του ΣΔΛΑΠ τεκμηριώνει επιστημονικά και αναμφισβήτητα ότι το συσσωρευμένο επί δεκαετίες υδατικό έλλειμμα υπόγειων υδάτων ανέρχεται στην εκπληκτική ποσότητα των 3.000 εκατ. κ.μ. νερού, κάτι που απειλεί – κυριολεκτικά - με κατάρρευση τα υπόγεια υδατικά οικοσυστήματα. Όσο όμως δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι του ΣΔΛΑΠ, δηλαδή  εξακολουθούν να λειτουργούν χιλιάδες γεωτρήσεις και δεν υλοποιούνται έργα ταμίευσης επιφανειακού νερού, το έλλειμμα των 3 δισεκατομμυρίων υπόγειου νερού θα διευρύνεται κάθε χρόνο κατά 200 εκατ. κ. μ.

Επισημαίνουμε επίσης τη σημαντική πτώση του υδροφόρου ορίζοντα που τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται από 30 μ. έως 80 μ. (ενώ προσωρινά η πτώση έφθασε και τα 100 μ.) αναλόγως της περιοχής και αποτελεί την αιτία των σημαντικών καθιζήσεων που δημιουργούν τις ρηγματώσεις του εδάφους και των κατασκευών.

Τέλος δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός πως μόνο από την λειτουργία των περίπου 30 – 33.000 γεωτρήσεων στη Θεσσαλία καταναλώνεται ετησίως ηλεκτρική ενέργεια 700 GWh (όσο δύο ΥΗΕ σαν την Μεσοχώρα), και μάλιστα σε μια περίοδο υψηλών τιμών ενέργειας και αυξημένων εισαγωγών (αέριο κλπ.).

- Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ένα θεσσαλικό στρατηγικό σχέδιο με κατεύθυνση από την κεντρική διοίκηση και την περιφερειακή ; Μια μακροπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης των υδατικών πόρων της Θεσσαλίας σε σχέση με τις αρδευτικές απαιτήσεις και την κατεύθυνση των καλλιεργειών ; Η στροφή σε λιγότερο απαιτητικές σε νερό καλλιέργειες είναι μια λύση ;

ΑΠ : Το υδατικό πρόβλημα της της Θεσσαλίας  μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα ισορροπημένο μίγμα πολιτικών από τους δύο «πυλώνες» της διαχείρισης νερού, δηλαδή την «διαχείριση της ζήτησης» και την «διαχείριση της προσφοράς».

Όσο επίμονα όμως να επικεντρώσουμε την προσπάθειά μας στον περιορισμό της ΖΗΤΗΣΗΣ, άλλο τόσο θα πρέπει να εξαντλήσουμε ΟΛΕΣ ΑΔΙΑΚΡΙΤΩΣ τις δυνατότητες που μας προσφέρονται στο σκέλος της ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ, δηλαδή στα απαιτούμενα νέα έργα ταμίευσης που θα καλύψουν τις ανάγκες της Θεσσαλίας και θα μηδενίσουν το υδατικό έλλειμμα.

Στον τομέα της Γεωργίας, παρότι πρόκειται για τον μεγαλύτερο καταναλωτή νερού (στη Θεσσαλία ξεπερνά το 90%), απουσιάζει ο μεσο-μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και συνεπώς και οι απαραίτητες αξιόπιστες προβλέψεις για τις απαιτούμενες ετήσιες ποσότητες νερού.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε πως η Γεωργία, ως προς το υδατικό σκέλος της (αρδεύσεις), είναι καταρχήν διαχειρίσιμο ζήτημα. Εάν με κατάλληλες πολιτικές αποφάσεις, που σήμερα ουσιαστικά απουσιάζουν, καθοριστεί το όριο του ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΥ νερού για αρδεύσεις, τότε η Γεωργία θα προσαρμοστεί αναλόγως και το ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ της που προαναφέραμε θα είναι βιώσιμο και ρεαλιστικό, χωρίς κίνδυνο για «παράπλευρες» καταστροφικές συνέπειες, όπως πχ. συμβαίνει στα ποτάμια και στα υπόγεια οικοσυστήματα τα τελευταία 20-30 χρόνια.

Να γιατί επιμένουμε να λυθεί ΑΜΕΣΑ το θέμα της ενίσχυσης - μεταφοράς (εκτροπής) υδάτων από τον Αχελώο, με απόφαση στην ελληνική Βουλή, δεσμευτική για όλες τις κυβερνήσεις

Μόνο όταν υπάρξει επιτέλους μια ΟΡΙΣΤΙΚΗ απόφαση, τότε θα ήταν δυνατόν  να εκτιμηθούν οι πραγματικά αναγκαίες ποσότητες νερού για τον πρωτογενή τομέα, που θα επιτρέψουν έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πολιτικής (και) στον υδατικό τομέα.

- κ. Γκούμα το νερό είναι «ζωή». Γιατί δεν μπορεί να βρεθεί ένας κοινός τόπος για την υδάτινη διαχείριση των αποθεμάτων νερού ; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ομοψυχία πολιτική στο θέμα αυτό ;

ΑΠ : Εάν δεν συμφωνήσουμε όλοι, τότε η κατάσταση των υδατικών οικοσυστημάτων της δεν θα βελτιωθεί (όπως προβλέπει το ΣΔΛΑΠΘ), το όραμα της Οδηγίας 2000/60 για το 2027 θα τεθεί υπό αμφισβήτηση εκ των πραγμάτων και το μέλλον της Θεσσαλίας θα είναι προβληματικό.

Τότε όμως θα είναι αργά και, δυστυχώς,  δεν θα μπορούμε να αποφύγουμε δύσκολες και επώδυνες λύσεις (όπως πχ. μείωση των αρδευομένων εκτάσεων με σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο), ούτε και τα σοβαρά περιβαλλοντικά, οικονομικά κλπ. προβλήματα, που θα επιδεινωθούν εν μέσω της επερχόμενης κλιματικής κρίσης στην Θεσσαλία.  

Να γιατί η Επιτροπή για την Διεκδίκηση επίλυσης  Υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ) επιμένει ότι εφόσον ληφθούν άμεσα οι αποφάσεις για την ΕΝΙΣΧΥΣΗ από Αχελώο (δες προηγούμενα), στην συνέχεια να προχωρήσει η εκπόνηση ενός μεσο-μακροπρόθεσμου ολοκληρωμένου σχεδίου (masterplan) ΔΡΑΣΕΩΝ και των αναγκαίων ΕΡΓΩΝ της Θεσσαλίας, με χρονοδιάγραμμα, καθορισμό προτεραιοτήτων και διασφαλισμένη χρηματοδότηση.

- Θα ήθελα την δική σας επιγραμματική τοποθέτηση για την λύση ή τις λύσεις ; Και αν είστε αισιόδοξος ;

ΑΠ : Εκείνο που δυστυχώς απουσιάζει μέχρι σήμερα, είναι η σταθερή ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ και η τόλμη ώστε να δοθεί τέλος σε υποθέσεις που χρονίζουν (πχ. εγκαταλειμμένα έργα Αχελώου), να πραγματοποιηθεί μια θαρραλέα επιλογή μείωσης των αρδευομένων καλλιεργειών (εάν επιλεγεί η ακύρωση της «ενίσχυσης» με νερό από τον Αχελώο).

Κατά την άποψή μου επιβάλλεται επειγόντως να υπάρξει συνεννόηση για τις μελλοντικές επιλογές μας, σχέδιο, διοικητικός συντονισμός στην κατεύθυνση μιας υγιούς και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτων, παράλληλα με τον αναγκαίο  θεσμικό εκσυγχρονισμό και βελτίωση της λειτουργίας του τομέα διαχείρισης υδάτων. Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία και η δημιουργία σύγχρονου κρατικού φορέα διαχείρισης με συμμετοχή των χρηστών (ύδρευση, άρδευσή βιομηχανία κλπ.), ώστε η Ελλάδα, στον τομέα της διαχείρισης υδάτων να γίνει επιτέλους μία φυσιολογική χώρα.

Συμπερασματικά μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος, παρότι στο μείζον και διαχρονικό πρόβλημα των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία, η Πολιτεία δεν έχει ακόμη αποκτήσει τον κατάλληλο βηματισμό, δρα και κινείται αποσπασματικά, ενώ πολλές φορές ενεργεί με σχεδιασμούς και στερεότυπα που ανάγονται σε διλήμματα παλαιοτέρων εποχών.

 

ΠΗΓΗ : Περιοδικό "Ξένιος ΘΕΣΣΑΛΟΣ" - Δημοσιογράφος κ. Κυριάκος Μεσσήνης 


 *Ο Κώστας Γκούμας είναι γεωπόνος, πρ. Δ/ντής της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων Λάρισας, πρ. γενικός  γραμματέας του  Γεωπονικού  Συλλόγου Λάρισας, πρ. πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ, διετέλεσε γενικός γραμματέας της Πανθεσσαλικής Συντονιστικής Επιτροπής (ΠΑΣΕ) για την εκτροπή του άνω ρου του Αχελώου και είναι μέλος της Επιτροπής για την Διεκδίκηση επίλυσης  Υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ).


Eνημερωθείτε για τα νέα του blog "Νερά - Γεωργία - Περιβάλλον" :

- Από την σελίδα μας στο fb

- Από την ομάδα μας στο fb  


Δημοφιλέστερες Αναρτήσεις