Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επικαιρότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επικαιρότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Master Plan και Ανασυγκρότηση Θεσσαλίας : «Χαμένοι στην μετάφραση» !! - Κώστας Γκούμας*

 


Αφορμή για την σημερινή παρέμβαση μου, αποτέλεσε η πρόσφατη εκδήλωση που έγινε με πρωτοβουλία τριών  επιστημονικών επιμελητηρίων (ΤΕΕ, Τμήμα ΚΔ - Θεσσαλίας, του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Ελλάδος και του ΟΕΕ Περιφερειακό Τμήμα Θεσσαλίας) για ενημέρωση όλων των Θεσσαλών, σε ότι αφορά την πορεία ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας μετά την τραγωδία των πλημμυρών του 2023.

Γενική διαπίστωση ήταν ότι οι  ζημιές που υπέστη  η Θεσσαλία σε πολλές κατηγορίες υποδομών (δημόσια ή ιδιωτικά, βιομηχανικά - επαγγελματικά, αστικά και αγροτικά δίκτυα), υδατικά έργα, σε κατοικίες, κτηνοτροφικές μονάδες, αγρούς, γεωργικά μηχανήματα, κλπ. εξοπλισμό, είναι τόσο μεγάλες, που  θα απαιτηθούν σημαντικοί οικονομικοί πόροι και πολλά χρόνια για την αποκατάσταση τους.

Μέχρι σήμερα, 8 μήνες σχεδόν από τις καταστροφικές πλημμύρες του περασμένου Σεπτεμβρίου, δεν έχουμε ακόμη πλήρη καταγραφή των ζημιών σε υποδομές και περιουσίες (που καταστράφηκαν ή είναι ακόμη κάτω από το νερό) και δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το ΣΧΕΔΙΟ της Κυβέρνησης με το οποίο θα επιτευχθεί η πολυσυζητημένη «Ανασυγκρότηση» της Θεσσαλίας.

Ταυτόχρονα δεν γνωρίζουμε αν  από πλευράς Θεσσαλών υπάρχει ένα κοινό διεκδικητικό πλαίσιο και ποιο είναι αυτό, ή εάν όχι, ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο πλαίσιο.

Σε αυτές τις συνθήκες και με το  μέλλον της Θεσσαλίας να φαντάζει αβέβαιο, επιτείνεται η σύγχυση και ανησυχία που επικρατεί στην κοινή γνώμη και ιδιαίτερα σε εκείνους που έχουν υποστεί ή/και υφίστανται ακόμη τις συνέπειες αυτής της τραγωδίας.

Οι πολίτες της Θεσσαλίας και κυρίως οι ενδιαφερόμενοι αγρότες, γίνονται δέκτες απόψεων, συζητήσεων και προτάσεων για διαφορετικά πράγματα, χωρίς να έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια ποιο είναι το ΝΟΗΜΑ και το ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ αυτού του «στοιχήματος», που για να το κερδίσουμε θα πρέπει, την κρίσιμη αυτή χρονική στιγμή να εξασφαλίσουμε την ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ όλων των Θεσσαλών.

Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει αφενός να οριοθετήσουμε τον γενικό και ασαφή όρο «Ανασυγκρότηση», προκειμένου να αποκτήσει συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο και αφετέρου το πλαίσιο στο οποίο γίνεται αυτή η συζήτηση, ώστε τελικά να είναι αποδεκτό από όλους όσους συμμετέχουν σε αυτή.

Για τους αγρότες μας, εύλογο ζητούμενο είναι οι άμεσες και γενναίες αποζημιώσεις, η αποκατάσταση των ζημιών και η αποτελεσματική στήριξή τους με μέτρα που θα τους επιτρέψουν να επανέλθουν γρήγορα στις δραστηριότητές τους.

Είναι όμως αυτό αρκετό, εάν η Κυβέρνηση δεν δημιουργήσει και τις κατάλληλες συνθήκες, που θα εξασφαλίζουν προϋποθέσεις ασφάλειας έναντι μελλοντικών απειλών από φαινόμενα πλημμυρών και ξηρασίας ;

Μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση δεν έχει υιοθετήσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση και το μόνο που γνωρίζουμε για τις προθέσεις της είναι το Master Plan  της HVA**, το Ν/Σ για τον Ο.Δ.Υ.Θ (που πρόκειται να ψηφιστεί) και τα θεσμικά εργαλεία (ΣΔΛΑΠ - ΣΔΚΠ).

Πλην των αποζημιώσεων (με τα όποια προβλήματα και δυσλειτουργίες), η Κυβέρνηση δεν έχει εκφράσει  σαφή πολιτική βούληση για αλλαγές και ρηξικέλευθες τομές στη διαχείριση των υδατικών πόρων, στο σύστημα παραγωγής έργων, στην δημόσια διοίκηση και στην υλοποίηση υδατικών έργων στη βάση όμως ενός συγκεκριμένου και κοστολογημένου ΕΦΑΡΜΟΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ (Master Plan).

Είναι συνεπώς αδήριτη ανάγκη, Κυβέρνηση και Θεσσαλοί (με επικεφαλής την Περιφέρεια και τους φορείς της)  να συμφωνήσουν και να καταλήξουν σε ένα κοινά αποδεκτό σχέδιο ανασυγκρότησης.

Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε το πιθανότερο που θα συμβεί θα είναι, οι αγρότες μας να εγκαταλείψουν για ΠΑΝΤΑ τις εστίες τους και τα χωράφια τους, με ότι αυτό σημαίνει για τους ίδιους, την Θεσσαλία και την χώρα.

Στο σημείο αυτό, θα θυμίσω ότι η συζήτηση που αφορά την θωράκισή της Θεσσαλίας από απειλές πλημμυρών και ξηρασίας, έχει την αφετηρία της στο μακρινό παρελθόν και στις  διαχρονικές και μαζικές διεκδικήσεις των φορέων της από την 10ετία 1980-1990.

Τις θέσεις αυτές επικαιροποίησε το 2021 η Ε.Δ.Υ.ΘΕ με αναφορά της που κατέθεσε στη Βουλή και τα κόμματα, αλλά και πρόσφατα, όταν διαπιστώθηκε ότι μαζί με όλα τα προηγούμενα ήδη οξυμένα υδατικά προβλήματα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και αυτά  που προστέθηκαν με τις πρόσφατες πλημμύρες.

Από πλευράς Θεσσαλών, και με ευθύνη όλων όσων ηγούνται σήμερα στους σημαντικότερους φορείς της Θεσσαλίας, δεν έχουν δημιουργηθεί μέχρι σήμερα οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να υπάρξει  πλαίσιο συζήτησης για ένα ενιαίο και ρεαλιστικό σχέδιο, το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει αποτελεσματικότερα η περιοχή μας.

Όλους, αυτούς τους μήνες έχουν κατατεθεί διάφορες προτάσεις επιστημόνων, αυτοδιοικητικών αλλά και μεμονωμένων φορέων  για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας. 

Παρότι χρήσιμες και χωρίς  να υποτιμήσουμε την αξία τους, εντούτοις οι περισσότερες δεν έχουν την τεχνική, οικονομική και περιβαλλοντική τεκμηρίωση και συνεπώς δεν μπορούν για την ώρα να αποτελέσουν άξονα συζήτησης.

Ταυτόχρονα δεν έχουμε και την πολυτέλεια της αέναης συζήτησης χωρίς κάποια στιγμή να αποφασίσουμε για τις προτεραιότητες μας, ώστε, σε συνδυασμό με τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους  να ξεκινήσουμε σύντομα την υλοποίηση ενός Σχεδίου που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την Ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας.

Το συμπέρασμα που προκύπτει μετά από όλα τα παραπάνω, είναι ότι η Θεσσαλία τα αμέσως προσεχή χρόνια, έχει ανάγκη από τις παρακάτω κατηγορίες έργων***, που χωρίς αυτά δεν θα είναι εφικτή η ανασυγκρότηση και επιβίωση της Θεσσαλίας σε συνθήκες κλιματικής κρίσης.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω έργα (εκτός από ορισμένα που αφορούν αποκλειστικά την αντιπλημμυρική θωράκιση), αποτελούσαν ανέκαθεν διεκδικητικό πλαίσιο των Θεσσαλών και συμπεριλαμβάνονται είτε σε κάποιο θεσμικό εργαλείο της Πολιτείας (ΣΔΛΑΠ, ΣΔΚΠ), ή στο Σχέδιο της HVA, ή στις προτάσεις της Περιφέρειας και των φορέων της Θεσσαλίας.

Συνεπώς, ΝΑΙ μπορεί σήμερα να υπάρξει συμφωνία των Θεσσαλών σε ένα Σχέδιο – Master Plan, να το αποδεχθεί η Κυβέρνηση, να πάρει όλες τις πρωτοβουλίες για να εξασφαλιστούν οι απαιτούμενοι οικονομικοί πόροι και  παράλληλα να προετοιμάσει το διοικητικό σχήμα που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας το τεράστιο αυτό εγχείρημα.

Παρότι έχουν ακουστεί ή/και ακούγονται πολλές προτάσεις για μοντέλο πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, Οργανισμό ανασυγκρότησης Θεσσαλίας ή για τον ΟΔΥΘ (που κατά την γνώμη θα περάσουν χρόνια για να «στηθεί») που θα αναλάβει να υλοποιήσει το μεγάλο project της ανασυγκρότησης, νομίζω ότι το πιο ρεαλιστικό και άμεσο, είναι να οριστεί το ταχύτερο δυνατόν Ομάδα διαχείρισης Σχεδίου και Ομάδα εκτέλεσης έργων, ώστε να πετύχουμε την Έναρξη διαδικασιών  Ανασυγκρότησης.

Εμπειρογνώμονες, τεχνοκράτες, επιστήμονες και διοικούντες απ’ όλα τα επίπεδα (κεντρικό και περιφερειακό), μαζί με τους αγρότες μας θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις, ούτως ώστε να αρχίσει η ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση και να καταστεί πιο ασφαλής και πιο ανθεκτική η περιοχή μας.

Κλείνοντας, θα θυμίσω ότι σχεδόν κάθε χρόνο περίπου τέτοια εποχή, μας απασχολούν φαινόμενα ξηρασίας και το ενδεχόμενο λειψυδρίας σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας.

Απασχολούσαν αντίστοιχα τις διαδοχικές κυβερνήσεις  και τα εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ ; Καθόλου.

Τα υδατικά προβλήματα της Θεσσαλίας δεν ήταν ψηλά στην agenda τους, ενώ τα περισσότερα ΜΜΕ δεν ανέφεραν ούτε μια παράγραφο για την λειψυδρία, τα φράγματα, την ανάγκη αποκατάστασης των υπόγειων οικοσυστημάτων ή την ανάγκη ολοκλήρωσης των ημιτελών έργων του Αχελώου.  

Σήμερα όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα που απασχολούν διαχρονικά την Θεσσαλία, συζητούνται τόσο σε εθνικό και κυβερνητικό επίπεδο, όσο και στα ΜΜΕ και αυτό νομίζω είναι ένα από τα θετικά αυτής της κακής συγκυρίας.

Θα είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων αν δεν εκμεταλλευθούμε αυτό το «momentum», αναδεικνύοντας, μαζί με τα πρόσθετα προβλήματα που δημιούργησαν οι πλημμύρες, όλες τις διαχρονικές παθογένειες  στη διαχείριση του νερού, την ανάγκη ανάταξης των υδατικών οικοσυστημάτων και κυρίως των υπόγειων, την ολοκλήρωση των ημιτελών έργων Αχελώου, τον εκσυγχρονισμό των αρδευτικών δικτύων και συστημάτων άρδευσης και να διεκδικήσουμε την υλοποίηση των έργων, υποδομών και δράσεων που είναι αναγκαία για την ανασυγκρότηση της περιοχής μας.

Αυτό όμως για να το πετύχουμε, θα πρέπει να ξεπεράσουμε εγωισμούς, πολιτικές – μικροκομματικές, επιστημονικές – συντεχνιακές κ.α σκοπιμότητες (κρυφές ή φανερές) και κυρίως να κάνουμε πράξη  σε κάθε βήμα του δημόσιου διαλόγου τις αρχές της σύμβασης του Aarhus**** και όχι να την επικαλούμαστε κατά περίπτωση.

Αν δεν το καταφέρουμε και τώρα, πότε ;

 

*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας

 

**[Γενικό σχέδιο κατευθύνσεων για αντιπλημμυρικές υποδομές και προστασία πόλεων – οικισμών, επίλυση υδατικού, σύσταση φορέα διαχείρισης υδάτων και μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης, προτάσεις για Γεωργία – Κτηνοτροφία, προϋπολογισμοί και χρονοδιάγραμμα].

***[Έργα αποκατάστασης ζημιών, Έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης, Έργα ταμίευσης νερού και θωράκισης από Ξηρασία – Λειψυδρία, Έργα δημιουργίας αποθεμάτων νερού, &  αποκατάστασης υδάτινων  οικοσυστημάτων]

****Σύμβαση του Aarhus :

1.Το δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση 2. Το δικαίωμα του να συμμετέχει στην διαδικασία λήψεων αποφάσεων για το περιβάλλον στον τόπο του. 3. Το δικαίωμα να έχει την δυνατότητα να διεκδικεί νομικά και δικαστικά έγκαιρα το δίκιο του και τα δικαιώματα του στο περιβάλλον.

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog


Πλήγμα για τη Θεσσαλία ο νέος Οργανισμός Υδάτων - (Τάσος Μπαρμπούτης)


 

Κατατέθηκε τις ημέρες αυτές προς ψήφιση στη Βουλή το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο για την δημιουργία «Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (Ο.Δ.Υ.Θ.) ΑΕ», προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις και σχόλια. Σε όλα αυτά θα προσθέσω και εγώ τις δικές μου παρατηρήσεις, σημειώνοντας εξαρχής πως οι απόψεις αυτές είναι εντελώς προσωπικές και δεν δεσμεύουν τις συλλογικότητες στις οποίες συμμετέχω (ΕΔΥΘΕ, ΕΘΕΜ).

1. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί συνέχεια προηγούμενων προσπαθειών της να μεταβάλει σταδιακά το status στον τομέα των υδάτων, είτε με την άμεση εμπλοκή ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων, είτε με την δημιουργία προϋποθέσεων ώστε κάτι τέτοιο να συμβεί σε επόμενη φάση.

Ως παράδειγμα άμεσης ιδιωτικοποίησης θα αναφέρω ενδεικτικά την προσπάθεια να εκχωρηθεί σε ιδιώτες το Εξωτερικό Υδροδοτικό Σύστημα της Αττικής, του πιο μεγάλου αντίστοιχου συστήματος στη χώρα μας. 

Η αντισυνταγματική αυτή απόφαση «κόλλησε» τελικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ως παράδειγμα προσπάθειας μελλοντικής ιδιωτικοποίησης του τομέα υδάτων θα αναφέρω την απόφαση να υπαχθούν οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) στην εποπτεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), παρά τις έντονες αντιδράσεις εργαζόμενων και Δήμων και παρότι από τον ιδρυτικό τους νόμο ΔΕΝ λειτουργούν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον (όπως πχ. συμβαίνει με τις ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας).

Πρακτικά η κυβέρνηση επιδιώκει, δια της πλαγίας οδού, να διαμορφώσει προϋποθέσεις ανατροπής του κοινωνικού χαρακτήρα των ΔΕΥΑ, με πρόσχημα υπαρκτά προβλήματα λειτουργίας τους, τα οποία οι ίδιες οι κυβερνήσεις δημιούργησαν με τις πολιτικές τους. 

Αποκορύφωμα αποτελεί η συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να μην στηρίξει τις ΔΕΥΑ στην κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας (προς όφελος προφανώς συγκεκριμένων ενεργειακών ομίλων), δημιουργώντας συνθήκες οικονομικού εκτροχιασμού στο σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων αυτών, που η μόνη διαθέσιμη επιλογή τους είναι η μεγάλη επιβάρυνση των δημοτών.

Χαρακτηριστική επίσης είναι η επιμονή της κυβέρνησης και για υποχρεωτικές συνενώσεις τους, θέμα που προς το παρόν βρίσκεται σε «διαβούλευση». 

Στην Ένωση των ΔΕΥΑ θεωρούν «νομικά έωλη και λειτουργικά ανεφάρμοστη» μια τέτοια απόφαση και αρνούνται κατηγορηματικά να την αποδεχθούν, ισχυριζόμενοι πως «θα αποξενώνει την Τοπική Αυτοδιοίκηση από την παροχή των υπηρεσιών ύδρευσης- αποχέτευσης …… και θα αφαιρεί τη διαχείριση του νερού από τις τοπικές κοινωνίες».

Θα υπενθυμίσουμε τέλος πως σε ότι αφορά στον άλλο σημαντικό τομέα που συνδέεται με τα νερά, αυτόν της υδροηλεκτρικής ενέργειας, οι ιδιωτικοποιήσεις και η «απελευθέρωση» έχουν συντελεστεί από παλαιότερες κυβερνήσεις, με τις γνωστές συνέπειες.

2. Σε παρόμοια λογική κινείται, κατά την άποψή μου, και η πρωτοβουλία για τον ΟΔΥΘ ΑΕ, ο οποίος συστήνεται ως «ενιαίος φορέας άσκησης πολιτικής για την προστασία και τη διαχείριση των υδάτων του Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας» και θα λειτουργεί «χάριν του δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα µε τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας».

Παρατηρώ όμως πως, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην πλήρη αποζημίωση των πλημμυροπαθών, στην οριστικοποίηση του σχεδιασμού (masterplan) ανασυγκρότησης της πληγωμένης Θεσσαλίας ,στην δρομολόγηση της αποκατάστασης όλων των ζημιών, στην αντιπλημμυρική της θωράκιση.

Αντί λοιπόν κυρίως να επικεντρωθεί, μαζί με τους θεσσαλικούς φορείς και την Αυτοδιοίκηση, στις επιτακτικού χαρακτήρα προτεραιότητες της περιοχής μας, επέλεξε να αξιοποιήσει τις καταστροφικές πλημμύρες ώστε να προωθήσει την δημιουργία του ΟΔΥΘ ΑΕ. 

Εκτιμώ πως η πραγματική επιδίωξή της είναι να υλοποιήσει το πρώτο κρίσιμο στάδιο των ενεργειών που απαιτούνται έως την επίτευξη του τελικού στόχου της για ιδιωτικοποίηση των υδάτων, παρότι η πρωτοβουλία αυτή αντικειμενικά θα διχάσει την τοπική κοινωνία και τους φορείς της.

Θα περίμενε επίσης κανείς πως η κυβέρνηση, σε μια τέτοιας σημασίας πολιτική απόφαση , θα μεριμνούσε ώστε, με άνεση χρόνου, να ξεκινήσει ένας καλόπιστος και εποικοδομητικός διάλογος με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. 

Δυστυχώς ,οι όποιες δημοκρατικές ευαισθησίες παραμερίστηκαν και η κυβέρνηση, εντελώς προσχηματικά, πριν αποστείλει το ν/σχ στη Βουλή έδωσε ως περιθώριο για διαβούλευση τον εκπληκτικό χρόνο των εννέα ημερών ! 

Η στάση αυτή κατά την άποψη μου συνιστά πρόκληση και συνάμα περιφρόνησή στις απόψεις των θεσσαλών πολιτών και φορέων τους.

Τελικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αξιοποιώντας την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, αναμένεται να «περάσει» εύκολα το επίμαχο ν/σχ και μέσω αυτής της Ανώνυμης Εταιρίας, θα εξασφαλίσει τελικά τον απόλυτο έλεγχο στο αρδευτικό νερό (δηλαδή το 95% των υδάτων που καταναλώνονται στη Θεσσαλία), με ότι κινδύνους αυτό συνεπάγεται για τις μελλοντικές τιμές χρέωσης και συνολικά την τύχη του ευαίσθητου αυτού τομέα.

Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, παράγοντες τού χώρου των ΟΕΒ ανέπτυξαν τα επιχειρήματα τους απέναντι στην «σαρωτική» λογική του ΥΠΕΝ. 

Ενδεικτικά, από τον ΤΟΕΒ Ταυρωπού αναφέρουν πως οι οργανισμοί αυτοί «έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία, η οποία σε συνδυασμό με…..την γνώση της μορφολογίας της περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνται, έχουν οδηγήσει στην….αποτελεσματική επίλυση των καθημερινών προβλημάτων….. (Έτσι),σε περίπτωση διάλυσης των οργανισμών θα υπάρξουν ανυπέρβλητα κωλύματα στην άρδευση των χωραφιών, …..βλάβες στην λειτουργία του δικτύου,….. ανεπανόρθωτες καταστροφές στις καλλιέργειες….». Επισημαίνουν επίσης πως «Ανυπέρβλητα προβλήματα θα δημιουργηθούν από την τυχόν κατάργηση των οικονομικά εύρωστων Οργανισμών, καθώς η συνεισφορά των Μελών και η εξοικονόμηση πόρων που έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια δημιούργησε ένα κεφάλαιο (αποθεματικό, πάγια στοιχεία, μηχανήματα), που εν τοις πράγμασι ανήκουν στα ίδια τα Μέλη».

Σοβαρές επιφυλάξεις για το ίδιο θέμα διατυπώνονται και από την ολλανδική εταιρία HVA,η οποία «…εκφράζει τις ανησυχίες της» και συνιστά «…..να αποφεύγεται η λήψη μιας βιαστικής και ριζοσπαστικής απόφασης εξ ολοκλήρου ……. (δεδομένου πως)… οι ΤΟΕΒ φαίνεται να επιτελούν σημαντική λειτουργία για τη διαχείριση και τη λειτουργία των αρδευτικών υποδομών. …(και) η ύπαρξη αυτού του είδους οργάνωσης αποτελεί πραγματικό πλεονέκτημα. …. Έτσι, μια σημαντική αναμόρφωση αυτού του συστήματος θα μπορούσε να …..αυξήσει την απόσταση μεταξύ του φορέα διαχείρισης και των τελικών χρηστών…..».

Τώρα τις τεκμηριωμένες αυτές παρατηρήσεις των ΟΕΒ και της HVA η κυβέρνηση αναμένεται να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων. Ειδικά οι θέσεις της HVA για τον οργανισμό ήταν προαποφασισμένο να αγνοηθούν, δεδομένου πως η εκπόνηση του ν/σχ είχε γίνει πολλούς μήνες νωρίτερα ! 

Προφανής η σπουδή αλλά και το έλλειμμα υπευθυνότητας των αρμοδίων.

3. Λίγα λόγια για όσους καλοπροαίρετα αμφισβητούν εάν πράγματι όλα οσα προανέφερα αποτελούν επαρκή στοιχεία ώστε να αποδώσει κανείς στους κυβερνώντες προθέσεις ιδιωτικοποίησης των υδάτων.

Για να αξιολογήσουν την κατάσταση θα πρότεινα να αναζητήσουν αναλογίες η ομοιότητες με την θλιβερή ιστορία της ιδιωτικοποίησης άλλων βασικών δημόσιων αγαθών. 

Ας θυμηθούν το παράδειγμα της ΔΕΗ και τα βήματα που μεθοδικά προηγήθηκαν ώστε να μετατραπεί σε Ανώνυμη Εταιρία και να λειτουργεί τελικά με αποκλειστικό στόχο την παραγωγή όλο και περισσότερων κερδών, επιλέγοντας την κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων της με τεράστιες επιπτώσεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό των μεσαίων και των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων. 

Ας σκεφθούν ακόμη τα τεράστια κέρδη και σε άλλους κλάδους που «απελευθερώθηκαν», όπως πχ των τηλεπικοινωνιών και του φυσικού αερίου και ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους.

4. Χρήσιμη θεωρώ πως θα είναι μία αναφορά σε γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος που επέτρεψαν ουσιαστικά αυτήν την άνετη εκπόρθηση του τομέα των υδάτων με όπλο τις νεοφιλελεύθερες απόψεις της σημερινής κυβέρνησης.

Είναι γνωστό πως η ευρωπαϊκή οδηγία 2000/60 για τα νερά εφαρμόστηκε ουσιαστικά με την θέσπιση του πρώτου Σχεδίου Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) τον Σεπτέμβριο του 2014 (κυβέρνηση Σαμαρά).

Τότε πολλοί αιθεροβάμονες, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, ελπίζαμε και προεξοφλούσαμε πως θα δημιουργηθεί ένας ενιαίος αποκεντρωμένος κρατικός φορέας ΔΥ σε κάθε Υδατικό Διαμέρισμα, με την συμμετοχή των χρηστών νερού και της Αυτοδιοίκησης, δεδομένης και της σημασίας του, τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και για την βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής μας.

Τρία στοιχεία ήταν τότε απολύτως ενθαρρυντικά στις προσδοκίες μας.

Το πρώτο ήταν πως στη χώρα μας ήδη από το 1987, επί υπουργίας Α. Πεπονη, είχε θεσπισθεί ο Ν.1739 για τα νερά. Έστω και εάν ο νόμος αυτός ουδέποτε έτυχε ουσιαστικής εφαρμογής, είχε ήδη θέσει τις αρχές για την ορθολογική χρήση των υδάτων, προσφέροντας σημαντική βάση εκκίνησης σε μία επόμενη κυβέρνηση.

Το δεύτερο ελπιδοφόρο στοιχείο ήταν η σταθερή επί δεκαετίες στήριξη του αιτήματος αυτού από όλους, χωρίς εξαίρεση, τους πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους φορείς Αυτοδιοίκησης στη Θεσσαλία, που επί τέσσερις δεκαετίες είχαν ανεπιφύλακτα ενσωματώσει στις διεκδικήσεις τους τις σχετικές προτάσεις και επεξεργασίες επιστημονικών φορέων και Επιμελητηρίων.

Το τρίτο στοιχείο αισιοδοξίας ήταν η κυβερνητική αλλαγή εκείνης της περιόδου, όπου η κυβέρνηση Τσίπρα προσέφερε άφθονες υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές, καθώς μάλιστα η κατάσταση στα υδάτινα οικοσυστήματα είχε επιδεινωθεί δραματικά.

Δυστυχώς και παρά τις παραινέσεις ΟΛΩΝ των φορέων της Θεσσαλίας, τα αλλεπάλληλα υπομνήματα, τα συμπεράσματα συνεδρίων (πχ. ΠΕΔ/Θ με πρόεδρο τον Γ. Κωτσό, ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ, ΤΕΕ/ΚΔΘ,ΕΘΕΜ κα) τα οποία υποβάλλαμε αρμοδίως, τις παραστάσεις μας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, τις παραστάσεις μας σε κυβερνητικά στελέχη (πχ. Κόκκαλης, υφυπουργός Γεωργίας) και άλλες σχετικές ενέργειες, καμία ανταπόκριση δεν υπήρξε από την κυβέρνηση Τσίπρα στο κρίσιμο και συνάμα υπερώριμο αυτό ζήτημα, ούτε βεβαίως από τους αρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι σημειωτέον ήταν στελέχη «πρώτης γραμμής» (πχ Σκουρλέτης, Σταθάκης και Φάμελλος από τον ΣΥΡΙΖΑ, Τσιρώνης και Δημαράς από οικολόγους-πράσινους).

Είμαι σε θέση να ισχυριστώ πως έστω και ένα μικρό ποσοστό από την προσπάθεια που με τόση επιμονή όλοι οι προαναφερθέντες κατέβαλαν για την «ακύρωση» των έργων Αχελώου, θα ήταν ίσως αρκετή ωστε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος φορέας και να τεθούν ισχυρά εμπόδια ώστε να αποφευχθεί αυτό που συμβαίνει σήμερα.

Τώρα στη Βουλή εξαπολύουν τα πυρά τους εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη, χωρίς όμως να κάνουν κάποια αναδρομή στην απουσία δικής τους αντίστοιχης πρωτοβουλίας στα τεσσεράμιση χρόνια διακυβέρνησης. 

Την αξιοπιστία λοιπόν του αντιπολιτευτικού τους λόγου, σε συνδυασμό με το προφανές έλλειμμα της αυτοκριτικής τους διάθεσης, το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών.

5. Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως το υπό ψήφιση ν/σχ δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες για την τόσο αναγκαία ολιστική και αποτελεσματική ΔΥ. 

Εξάλλου, όπως επισημαίνεται και από την ΗVA, η ολοκληρωμένη προσέγγιση είναι το κλειδί τόσο για τη διαχείριση των υδάτων όσο και για τη διαχείριση των πλημμυρών.

Για όλους τους λόγους όμως που προαναφέρθηκαν διατηρώ ζωηρές ανησυχίες ως προς την επιτυχία του εγχειρήματος, είτε πρόκειται για την οικονομική βιωσιμότητα του πρωτογενούς (και όχι μόνο) τομέα, είτε για την περιβαλλοντική προστασία και αναβάθμιση των υδάτινων οικοσυστημάτων. Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν.

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog

Πώς θα γίνει η ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας ; Ενα ερώτημα που περιμένει απάντηση - (Χρίστος Τσαντήλας)*

 


Επτά σχεδόν μήνες από τις ακραίες πλημμύρες που προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στη Θεσσαλία, σε ανθρώπινες ζωές, κατοικίες, υποδομές, στους εδαφικούς και υδατικούς πόρους, στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και στην οικονομία της περιοχής και ακόμα η κατάσταση σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση και την ανάκαμψη της περιοχής δεν έχει αποσαφηνισθεί.

Η ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας βρίσκεται στο επίκεντρο με τη διατύπωση πολλών προτάσεων από πολλούς φορείς, ομάδες και μεμονωμένους πολίτες.
Η Πολιτεία με μια επιλογή που προκάλεσε απορίες και αντιδράσεις ανέθεσε σε μια ξένη εταιρεία, την Ολλανδική HVA, την εκπόνηση ενός Master Plan για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, το οποίο παραδόθηκε στην κυβέρνηση πριν 20 περίπου ημέρες και τέθηκε σε διαβούλευση -και μάλιστα στην αγγλική γλώσσα. Το γεγονός να ανακοινωθούν οι προτάσεις και να υποστούν τη βάσανο της κριτικής, από μόνο του φαίνεται καλό, αλλά ταυτόχρονα και περίεργο. Φυσιολογικά στη διαβούλευση θα έπρεπε να τεθούν οι προτάσεις της κυβέρνησης και όχι της εταιρείας, η οποία αφού παρέδωσε το έργο που της ανατέθηκε θα έπρεπε να ολοκληρώσει εκεί την αποστολή της.
Όμως αυτό επέλεξε η κυβέρνηση και ακολούθησαν όσα είδαν το φως της δημοσιότητας τελευταία, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε αποπροσανατολισμό από τα κύρια ζητήματα που απασχολούν τη Θεσσαλία, που (πρέπει να) είναι η αντιπλημμυρική της θωράκιση για να αποτραπούν ή μειωθούν οι επιπτώσεις από ανάλογα ακραία φαινόμενα που δυστυχώς μπορεί να ξανασυμβούν και η βιώσιμη διαχείριση του νερού, που είναι προϋπόθεση για τη συνέχιση της ίδιας της ζωής μας στην περιοχή εξασφαλίζοντας την υδροδότηση στον πληθυσμό και τη συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητας, που αποτελεί θεμελιακής σημασίας παράγοντα για την οικονομία της Θεσσαλίας.
Τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας την περίοδο αυτή και ιδίως μετά τη δημοσιοποίηση της μελέτης της HVA (Master Plan), δυστυχώς δεν φαίνεται να οδηγούν στην κατανόηση των παραπάνω διακυβευμάτων. Η επικέντρωση σε επί μέρους ζητήματα που είναι μεν πολύ σημαντικά, όπως π.χ. το είδος των καλλιεργειών που θα επιλεγούν θέτοντας σε δεύτερη θέση το βασικό ζήτημα της εξασφάλισης των συντελεστών από τους οποίους εξαρτάται η δυνατότητα της καλλιέργειας, δηλαδή του νερού και του εδάφους, μπορεί τελικά να οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό και απώλεια της δυνατότητας που δημιουργεί η συγκυρία να αναδειχθούν και αποφασισθούν βιώσιμες λύσεις στα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει η Θεσσαλία. Έτσι αντί «πολεμικών ιαχών» θα ήταν καλύτερο να γίνει μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλες οι απόψεις που διατυπώθηκαν και να γίνει μία σύνθεση έχοντας όμως ως κεντρικό στόχο τα βασικά διακυβεύματα, δηλαδή της αντιμετώπισης των κινδύνων που δημιουργεί η μη βιώσιμη διαχείριση του νερού με τις δύο όψεις, δηλαδή των καταστροφικών πλημμυρών και λειψυδρίας.
Πέρα όμως από τις πολυάριθμες απόψεις, θετικές ή αρνητικές που έχουν διατυπωθεί και αφορούν στην πλειονότητά τους τεχνικά κυρίως ζητήματα, φαίνεται να υπάρχει μειωμένος προβληματισμός και διατύπωση προτάσεων ως προς τις αδυναμίες και παθογένειες του σημερινού μοντέλου διακυβέρνησης και τις αδυναμίες του να αντιμετωπίσει τις νέες πολύπλοκες και πολύ δύσκολες καταστάσεις που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.
- Έχει αντιληφθεί το κράτος και σε ποιον βαθμό την ανάγκη προσαρμογής του στις απειλές της κλιματικής κρίσης ή ζει ακόμα με την αντίληψη ότι τόσο ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως αυτά που συνέβησαν απανωτά στη Θεσσαλία δεν έχουν σοβαρές πιθανότητας να ξανασυμβούν, οπότε δεν χρειάζονται μέτρα και ας χρησιμοποιηθούν οι οικονομικοί πόροι για άλλες πρόσκαιρης σημασίας επιλογές ;
- Η ανάγκη να επενδύουμε στην πρόληψη και όχι να τρέχουμε μετά την εκδήλωση των καταστροφών να μπαλώνουμε έχει εμπεδωθεί στη λογική του κράτους ;
- Η συγκέντρωση της προσοχής μας στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή προβληματίζει τους ιθύνοντες ή η σχετική νομοθεσία για το Εθνικό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή που έχει ήδη νομοθετηθεί από το 2016 είναι απλές γραφειοκρατικές υποχρεώσεις που τις εκπονούμε χωρίς να τις εφαρμόζουμε για να είμαστε μόνο τυπικά εντάξει με τις υποχρεώσεις μας έναντι της ΕΕ ;
- Τα Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή τα προχωράμε ή τα έχουμε στοιβαγμένα σε κάποια συρτάρια ;
- Το ίδιο σχετικά με τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής (ΣΔΛΑΠ) και τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ), υλοποιούνται ή είναι ανιαρές γραφειοκρατικές υποχρεώσεις, που ούτε σαν τέτοιες τις διεκπεραιώνουμε υφιστάμενοι τις κυρώσεις της ΕΕ ;
- Τι γίνεται με τον χωροταξικό σχεδιασμό στη Χώρα μας ; Γίνεται ισορροπημένα ή αφορά μόνο ρυθμίσεις που σχετίζονται με οικονομικές δραστηριότητες που αφορούν μόνο μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ;
- Τι γίνεται με το εθνικό κτηματολόγιο, τους δασικούς χάρτες, την οριοθέτηση της γεωργικής γης; Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή και στις νέες μορφές διακυβέρνησης που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες; Αυτά είναι μερικά από τα πολλά ερωτήματα που αφορούν τη λειτουργία του κράτους μας.
Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, μέσω του Παραρτήματος Θεσσαλίας που δημιουργήθηκε και άρχισε ήδη να δραστηριοποιείται, αποφάσισε να συμβάλει στα θέματα που σήμερα απασχολούν της περιοχή της Θεσσαλίας και από αυτή την πλευρά, δηλαδή της ανάγκης επανεξέτασης του μοντέλου διακυβέρνησης που έχει ανάγκη η σημερινή συγκυρία. Αποφάσισε έτσι τη διοργάνωση εκδήλωσης με θέμα «Το στοίχημα της ανασυγκρότησης της πλημμυροπαθούς Θεσσαλίας Πλαίσιο, όροι και χρονοδιάγραμμα» σε συνέχεια της προηγούμενης εκδήλωσης τον προηγούμενο Δεκέμβριο με θέμα «Η Θεσσαλία μετά τις πλημμύρες : Μια πρώτη αποτίμηση».
Στην εκδήλωση τίθενται διαστάσεις που μέχρι σήμερα δεν έχουν αναδειχθεί με σαφήνεια. 
Ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες που οδήγησαν στην καταστροφή που βιώσαμε ; 
Το σημερινό μοντέλο διακυβέρνησης μπορεί να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής ; 
Ποιος θα αναλάβει την εθνικής σημασίας επιχείρηση ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας και με ποιον τρόπο ; 
Πώς θα αντιμετωπισθεί η πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων που οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα, απώλεια χρόνου και δημιουργία δυνατοτήτων οικονομικής κακοδιαχείρισης ; 
Ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των βαθμίδων, αλλά και της κοινωνίας που υφίσταται τα αποτελέσματα των επιλογών ; 
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα επιχειρηθεί να απαντηθούν από τους εισηγητές της εκδήλωσης και του κοινού που θα συμμετάσχει. 
Η εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 19/4/24 στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο θα περιλαμβάνει: μία καταγραφή των επιπτώσεων των πλημμυρών στη Θεσσαλία και των αναγκαίων μέτρων αποκατάστασης (Χρίστος Τσαντήλας), προτάσεις για ολοκληρωμένο σχεδιασμό και διαχείριση της μεσομακροπρόθεσμης ανάπτυξης της Θεσσαλίας (Λόης Λαμπριανίδης) και το κατάλληλο μοντέλο για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας (Κώστας Παπαδημητρίου). 
Ελπίζοντας ότι η πρωτοβουλία αυτή θα συμβάλει θετικά στην όλη προσπάθεια για τη νέα περίοδο που βιώνει ήδη η Θεσσαλία, περιμένουμε τη συμμετοχή και τη διατύπωση απόψεων.

*Χρ. Τσαντήλας Γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ

(e-mail : christotsadilas@gmail.com).

ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας

Eνημερωθείτε για τα νέα του blog

Στοιχεία και στατιστικά για την υδροδότηση της Αττικής - (Γιώργος Τσαβδάρης)*

 


ΝΕΡΟ.

Ένας άρρηκτος δεσμός ζωής δένει τον άνθρωπο με το νερό. Δεν είναι μόνο το στοιχειώδες αγαθό για την επιβίωσή του πάνω στον πλανήτη μας. Το νερό είναι και σύμμαχός του στον αγώνα για συνεχή βελτίωση της ποιότητας της ζωής του.

Η Αττική ήταν πάντα μια περιοχή φτωχή σε βροχοπτώσεις γι΄ αυτό και τα υδάτινα αποθέματά της ποτέ δεν ήταν αρκετά. Από πολύ νωρίς λοιπόν οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να αναπτύξουν πρωτογενή συστήματα συλλογής και διαχείρισης του νερού για την υδροδότηση της πόλης, τα οποία εξελίχθηκαν με το πέρασμα του χρόνου και την πρόοδο της τεχνολογίας. Υδραγωγεία, κρήνες, φρεάτια, δεξαμενές αποθήκευσης νερού, δίκτυα διανομής και μεταγενέστερα κατασκευή φραγμάτων, εγκαταστάσεων επεξεργασίας του νερού και εργαστηρίων ποιοτικού του ελέγχου, αλλά και έργα αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων, αρδευτικά και αντιπλημμυρικά είναι μερικές πτυχές από την ιστορική πορεία των έργων που εδώ και χιλιάδες χρόνια αναπτύσσονται για την εξασφάλιση της υδροδότησης, της υγιεινής και της ποιότητας ζωής των κατοίκων της Αττικής γης.

Η Αθήνα δέχεται περίπου 400 χιλιοστά ανά έτος, ποσό από τα μικρότερα στην χώρα. Το δε έτος 1989 ήταν όπου το Θησείο στο κέντρο της πόλης, κατέγραψε 150.2 χιλιοστά μόνο, σε ολόκληρο το έτος και το Ελληνικό 159 mm. Αν και αυτό δεν είναι το επίσημο ελάχιστο του Θησείου αφού το 1898 καταγράφηκαν 115.7 χιλιοστά για όλο το έτος!

Προϊστορία - Κλασική Eποχή

Ο Ποσειδώνας και η Αθηνά ήταν οι δύο Ολύμπιοι θεοί, που σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία διεκδίκησαν να δώσουν ο καθένας το όνομά του στην πόλη που είχε ιδρύσει ο Θησέας στο Λεκανοπέδιο

της Αττικής. Στον μεταξύ τους αγώνα ο Ποσειδώνας πρόσφερε ως δώρο για την πόλη το Νερό, ενώ η Αθηνά πρόσφερε το Ελαιόδεντρο. Οι κάτοικοι της πόλης απέρριψαν το δώρο και το όνομα του Ποσειδώνα και προτίμησαν εκείνα της Αθηνάς, γεγονός που εξόργισε το θεό του Νερού. Την πόλη λοιπόν που υποτίμησε την αξία του δικού του δώρου, ο Ποσειδώνας την τιμώρησε καταδικάζοντάς την να ταλαιπωρείται στο διηνεκές από το πρόβλημα της λειψυδρίας. Έτσι, σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Αθήνα «πλήρωνε» και «πληρώνει» ακριβά, ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, την αχαριστία που έδειξε στον εύθικτο θεό.

Ο μύθος αυτός βέβαια δεν αποτελεί παρά μια μεταφυσική ερμηνεία του προβλήματος των λιγοστών υδάτινων πηγών της Αττικής, αποδίδοντάς το στην κατάρα του Ποσειδώνα. Αποτυπώνει ωστόσο και

την παλαιότητα του προβλήματος άρα και το μέγεθος της ταλαιπωρίας που έχουν υποστεί μέσα στο χρόνο οι Αθηναίοι.

Ποτάμια

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τα ποτάμια που έρρεαν στην επιφάνεια της Αττικής γης, μόνο ο Ιλισός και ο Κηφισός μπορούν να θεωρηθούν ποτάμια με την ευρύτερη έννοια. Παρά τις βαθιές γραμμές τους τα νερά τους ήταν λιγοστά. Ο Ηριδανός, ο Κυκλόβορος και ο Ποδονίφτης περισσότερο ως χείμαρροι μπορούν να χαρακτηριστούν, καθώς γέμιζαν μόνο κατά τις βροχερές ημέρες. Τα λιγοστά ωστόσο νερά του Λεκανοπεδίου ήταν άριστης ποιότητας και οι Αθηναίοι που τα έπιναν χαρακτηρίζονταν «εύφωνοι», «ευ-μνήμονες» και «προσηνείς».

Πηγές

Έτσι, λόγω της ανεπάρκειας άλλων πηγών υδροληψίας η ύδρευση της Αθήνας γινόταν κυρίως από πηγές και πηγάδια. Περίφημη ήταν η πηγή της Καλλιρρόης (πηγή Ιλισού). Πηγές ανάβλυζαν και από το λόφο της Ακρόπολης, όπως η Κλεψύδρα, η ʼγλαυρος, οι Πηγές του Ασκληπιείου, η Ερεχθηίδα Θάλασσα.

Από την αρχαιότητα έως την τουρκοκρατία.

Η Αθήνα αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα λειψυδρίας από την αρχαιότητα. Τα επιφανειακά νερά ήταν πάντα λιγοστά και η υδροδότηση της πόλης γινόταν συνήθως από πηγές και πηγάδια. Παράλληλα, υπήρχαν πολλές κρήνες διάσπαρτες μέσα στην πόλη, όπως και πλήθος δεξαμενών, στις οποίες συγκεντρωνόταν βρόχινο νερό.

Από τα γνωστότερα αρχαία υδραγωγεία ήταν το Πεισιστράτειο, που κατασκευάστηκε από τον τύραννο Πεισίστρατο το 530 π.Χ. και αντλούσε νερό από τις πηγές του Υμηττού. Όμως, το σημαντικότερο έργο για την υδροδότηση της Αθήνας ήταν το Αδριάνειο Υδραγωγείο(Εικονα 3) που κατασκευάστηκε από το 134 μ.Χ. έως και το 140 μ.Χ. από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ανδριανό. Το Αδριάνειο Υδραγωγείο ξεκινούσε από τους πρόποδες της Πάρνηθας και κατέληγε στο Λυκαβηττό, όπου και κατασκευάστηκε η Αδριάνειος Δεξαμενή.

Το Αδριάνειο Υδραγωγείο και η Δεξαμενή λειτούργησαν, υδροδοτώντας την περιοχή της Αθήνας μέχρι την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τότε πια το Υδραγωγείο εγκαταλείφτηκε, με αποτέλεσμα να πέσουν τα σαθρά τοιχώματά του. Υπο αυτές τις συνθήκες, οι Αθηναίοι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στράφηκαν στην κατασκευή πηγαδιών στα σπίτια τους.

1833 - 1925

Κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σημειώθηκαν πολλές καταστροφές στην υδροδοτική υποδομή της πόλης. Συνεπώς, μετά την απελευθέρωση, το υδροδοτικό πρόβλημα της Αθήνας ήταν οξύτατο. Με πρωτοβουλία της εκάστοτε δημοτικής αρχής έγιναν σημαντικά έργα, όπως επισκευές και καθαρισμοί του Αδριάνειου Υδραγωγείου, το οποίο τέθηκε και πάλι σε λειτουργία το 1840.

Το 1870 ανακαλύφτηκε και η Αδριάνειος Δεξαμενή, η οποία ανακατασκευάστηκε και λειτούργησε μέχρι το 1940.

Σημαντική ήταν και η κατασκευή άλλων μικρών υδραγωγείων, χωρίς ωστόσο τα έργα αυτά να έχουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της λειψυδρίας. Εντελώς ανεπαρκείς ήταν και οι 55 περίπου δημοτικές βρύσες που υπήρχαν στην Αθήνα, οι οποίες συνεισέφεραν ελάχιστα, έως και καθόλου, στις καθημερινές ανάγκες της κατανάλωσης νερού. Για αυτό έκαναν χρυσές δουλειές οι νερουλάδες που μετέφεραν και πουλούσαν νερό στην Αθήνα από τις πηγές γειτονικών χωριών, όπως της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου.

1925 - Σήμερα

Η αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας, κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δημιούργησε νέες ανάγκες.




Το 1925 ξεκίνησε η κατασκευή των πρώτων σύγχρονων έργων ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας, με την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρίας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών. Το πρώτο μεγάλο έργο ήταν η κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα (Εικονα 4 και 5).

Για την κατασκευή του φράγματος (1926 - 1929) εργάστηκαν περίπου 900 άνθρωποι. Το φράγμα είναι επενδεδυμένο με πεντελικό μάρμαρο, ιδιαιτερότητα που το καθιστά μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο! Για τη μεταφορά του νερού στην Αθήνα κατασκευάστηκε η σήραγγα Μπογιατίου, μήκους 13,4 χλμ. Το 1956 λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας χρησιμοποιήθηκαν τα νερά της φυσικής λίμνης Υλίκης, στη Βοιωτία. Η Υλίκη έχει την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται σε περιοχή χαμηλού υψομέτρου. Έτσι, για να γίνει εφικτή η άντληση του νερού, λειτουργούν πλωτά και χερσαία αντλιοστάσια. Το κεντρικό αντλιοστάσιο της Υλίκης είναι σήμερα το μεγαλύτερο στην Ευρώπη.

Μείζονος σημασίας για την υδροδότηση της Αθήνας είναι το τεχνικό έργο που έγινε στον ποταμό Μόρνο το 1981. Το φράγμα που βρίσκεται επί του ποταμού Μόρνου, είναι το ψηλότερο χωμάτινο φράγμα της Ευρώπης, ύψους 126 μέτρων. Το νερό φτάνει στην Αθήνα διαμέσου του υδραγωγείου του Μόρνου, του δεύτερου μεγαλύτερου υδραγωγείου στην Ευρώπη.

Ένα άλλο μεγάλο έργο που ενισχύει την υδροδότηση της Αθήνας είναι η εκτροπή του ποταμού Ευήνου προς τον ταμιευτήρα του Μόρνου με την κατασκευή φράγματος και σήραγγας, έργο που ολοκληρώθηκε το 2001. Η ενωτική σήραγγα προσαγωγής που μεταφέρει τα νερά του Ευήνου στον ταμιευτήρα του Μόρνου, μήκους 29,4 χλμ., ολοκληρώθηκε σε διάστημα λιγότερο των δύο ετών, γεγονός που αποτελεί παγκόσμιο επίτευγμα για την ολοκλήρωση σήραγγας μεγάλου μήκους.

Για τη μεταφορά του ακατέργαστου νερού, από τους ταμιευτήρες προς στην Αττική κατασκευάστηκαν δύο μεγάλα υδραγωγεία, του Μόρνου και της Υλίκης, καθώς και ενωτικά υδραγωγεία, μέσω των οποίων επικοινωνούν μεταξύ τους τα δύο κύρια υδραγωγεία. Μέσω των υδραγωγείων του Μόρνου και της Υλίκης το ακατέργαστο νερό μεταφέρεται στις τέσσερις Μονάδες Επεξεργασίας Νερού (ΜΕΝ) του Γαλατσίου, τoυ Πολυδενδρίου, των Αχαρνών και του Ασπροπύργου.

Να αναφέρουμε τώρα ότι η τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα που χωράει περίπου έως 28 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό, είναι συνδεδεμένη με πλωτά και χερσαία αντλιοστάσια με την φυσική λίμνη Υλική στην Βοιωτία που περιέχει περίπου 430-435 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό (με μέγιστη τιμή 594 εκατομμύρια κυβικά μέτρα περίπου), αλλά και συνδεδεμένη με την τεχνητή λίμνη του Μόρνου που προέρχεται από το ποτάμι Μόρνος στην Φωκίδα, που έχει χωρητικότητα έως 780 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό. Ενώ το φράγμα στον ποτάμι του Μόρνου που δημιουργεί την τεχνητή λίμνη του Μόρνου είναι το ψηλότερο χωμάτινο φράγμα της Ευρώπης ύψους 126 μέτρων.

Μια τεχνητή λίμνη του Μόρνου, όπου παίρνει νερό και από τον ποταμό Εύηνο στην Αιτωλοακαρνανία με όγκο νερού 60-70 εκατομμύρια κυβικά μέτρα.

Οπότε στην πραγματικότητα το πόσιμο νερό της Αττικής δεν προέρχεται από την Αττική αλλά από την Αιτωλοακαρνανία, την Βοιωτία και την Φωκίδα, ενώ συνολικά το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας αναπτύσσεται σε μια περιοχή 4000 km² και περιλαμβάνει 4 φράγματα, περισσότερες από 100 γεωτρήσεις σε τρεις κύριους υπόγειους υδροφορείς, 350 km κύρια υδραγωγεία, 15 αντλητικά συγκροτήματα για τη μεταφορά νερού και 4 διυλιστήρια.

Ενώ η Αττική έχει κατανάλωση το καλοκαίρι από 2.000.000 m³ έως 2.500.000 m³ ανά ημέρα και το υπόλοιπο διάστημα 1.500.000 m³ έως 2.000.000 m³ ανά ημέρα.

Ενώ αυτή τη στιγμή τα αποθέματα είναι :

Εύηνος 62.517.000 m³

Μαραθώνας 22.357.000 m³

Μόρνος 482.620.000 m³

Υλίκη 351.064.000 m³

ΣΥΝΟΛΟ 918.558.000 m³

Για αυτήν την στιγμή λοιπόν, τα αποθέματα είναι μακράν τα χειρότερα της τελευταίας 15ετιας.




Στην 1η εικόνα δίνονται σε γράφημα τα αποθέματα των ταμιευτήρων για διάφορα έτη και στην 2η εικόνα ανα μήνα απο το 1985 έως και τον Μάρτιο του 2024.

Φαίνεται καθαρά η μεγάλη ξηρασία που έπληξε την Αττική (καθώς και άλλους νομούς) την περίοδο 1988 - 1994 με τα ελάχιστα αποθέματα που έχουν καταγραφεί να σημειώνονται το 1993 με μόλις 105.307.000 κυβικά μέτρα νερού που υπήρχαν στους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ στις 13 Νοέμβριου 1993.

Κατά τη συγκεκριμένη επταετία η χρονική κατανομή της βροχόπτωσης στις περιοχες μέσα στη διάρκεια του υδρολογικού έτους είναι αισθητά διαφοροποιημένη, σε σχέση με το μέσο καθεστώς της.

Το μήνα Ιανουάριο έχουμε σχεδόν μηδενικές βροχοπτώσεις κατά τα έτη 1988-89 και 1989-90 στις λεκάνες απορροης, ενώ και κατά τα υπόλοιπα έτη η βροχόπτωση το μήνα αυτό παρουσιάζεται ιδιαίτερα μειωμένη.

Το μήνα Φεβρουάριο οι βροχοπτώσεις στις λεκάνες απορροης είναι αρκετά μικρότερες από τις αναμενόμενες σχεδόν και για τα επτά υδρολογικά έτη.

Τους μήνες Οκτώβριο, Δεκέμβριο και Μάρτιο στα περισσότερα υδρολογικά έτη στις λεκάνες απορροής, οι βροχοπτώσεις είναι μικρότερες από τις αναμενόμενες. 

Όμως τους μήνες Μάιο, Ιούλιο και Αύγουστο οι βροχοπτώσεις είναι κατά ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ από τις αναμενόμενες στα περισσότερα υδρολογικά έτη στις λεκάνες απορροής.

Παράδοξο ; Οχι ακριβώς.

Αν εξετάσουμε τις βροχοπτώσεις σε σχέση με τις απορροές στις λεκάνες το παράδοξο μεγαλώνει :

Ενω δηλαδή ίσχυε :

►Συνολικά στην επταετία οι βροχοπτώσεις στις λεκάνες απορροής αντιστοιχούσαν στο 92 % και 83 % των κλιματικών δεδομένων

►Συνολικά στην επταετία οι απορροές των ποταμών αντιστοιχούσαν στο 41 % και 62 % των μεσων τιμων με βάση τα ιστορικά δεδομένα

Έτσι ενώ οι ετήσιες βροχοπτώσεις στις λεκάνες του υδροσυστήματος μειώθηκαν κατά περίπου 10 %, οι απορροές μειώθηκαν κατά περίπου 50 %.Το φαινομενικο αυτο παραδοξο της μη συσχετισης βροχοπτωσεων και επιφανειακων απορροων εξηγειται ευκολα αφου ο μετασχηματισμός της βροχόπτωσης σε επιφανειακή απορροή είναι μη γραμμικός και επηρεάζεται από παράγοντες οπως η δίαιτα της εδαφικής υγρασίας, η συσσώρευση/τήξη χιονιού, η εξατμοδιαπνοή και η κατάσταση των υπογείων υδροφορέων.

Κύριος παράγοντας είναι προφανώς ότι οι θερινές βροχές, που γίνονται υπό μορφή ως επί το πλείστον καταιγίδας, άρα έχουμε και μεγάλα ποσά υετού σε μικρό χρονικό διάστημα, προσφέρουν πολύ μικρότερες επιφανειακές απορροές τελικά, από ότι οι πιο ήπιες ως προς την ραγδαιότητα βροχές στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα. Επιπροσθέτως ο χειμερινός υετός με την μορφή χιονιού, προσφέρει ακόμα αποδοτικότερη επιφανειακή απορροή και από τις χειμερινές βροχές.

ΠΗΓΗ : fb - Ανάρτηση Γιώργου Τσαβδάρη στο Wether Analysis Greece

Πηγη στοιχειων και στατιστικων : ΕΥΔΑΠ (Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης) - Διαχείριση Ξηρασιών - Η Έμμονη Ξηρασία των Ετών 1987-94, Αθανάσιος Οικονόμου, Δημήτριος Παπαλέξης

 


Δημοφιλέστερες Αναρτήσεις