Η συζήτηση για το μέλλον της Θεσσαλίας καλά κρατεί. Όλοι έχουμε απόψεις για το τι πρέπει να γίνει και τι να αλλάξει για να έχουμε ένα καλύτερο μέλλον.
Η συζήτηση για το μέλλον της Θεσσαλίας καλά κρατεί. Όλοι έχουμε απόψεις για το τι πρέπει να γίνει και τι να αλλάξει για να έχουμε ένα καλύτερο μέλλον.
Τον Δεκέμβριο
του 2022, λίγες μέρες πριν τις γιορτές του νέου έτους, εκπρόσωποι φορέων της Θεσσαλίας
με την συνδρομή επιστημόνων παρουσίαζαν στην Βουλή τις θέσεις τους για το υδατικό πρόβλημα της περιοχής μας, με χρονική απόσταση μόλις δυο ετών από τον καταστροφικό
Ιανό.
Η ευκαιρία
που μας δόθηκε μετά από πολλές προσπάθειες της Επιτροπής Διεκδίκησης για την
επίλυση του Υδατικού Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ) αξιοποιήθηκε στο έπακρο, έτσι ώστε βουλευτές
όλων των κομμάτων αλλά και κυβερνητικά στελέχη που έχουν την ευθύνη στην πολιτική
υδάτων να αντιληφθούν τι συμβαίνει στη Θεσσαλία, μέσα από ένα λόγο αυθεντικό, ειλικρινή
και χωρίς στρογγυλοποίηση των οξυμένων προβλημάτων.
Ακολούθησε
η «νέα» χρονιά, το 2023, που μπορεί να θεωρηθεί ως η χειρότερη για τη Θεσσαλία
του 21ου αιώνα, με τους κυκλώνες Ντάνιελ και Ελίας να προκαλούν πολλές
ανθρώπινες απώλειες και ανυπολόγιστες καταστροφές σε ιδιωτικές περιουσίες και δημόσιες
υποδομές.
Και τώρα,
στις πρώτες ημέρες του 2024, μοιραία αναλογιζόμαστε τι βήματα έγιναν γενικά για
την πολυσυζητημένη «ανασυγκρότηση» και ειδικότερα για την αποκατάσταση των πληγέντων
κατοίκων της Θεσσαλίας.
Υποθέσαμε
αρχικά πως από την επανεκλεγείσα κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη θα υπήρχε η
επιβεβλημένη ταχεία ανταπόκριση της Πολιτείας για την αποκατάσταση των ζημιών
σε εγκαταστάσεις - εξοπλισμό, καλλιέργειες
αλλά και του ζωικού ή/και φυτικού κεφαλαίου των πλημμυροπαθών αγροτών, των κτηνοτρόφων
και άλλων πληγέντων επαγγελματιών.
Δυστυχώς,
χωρίς καμμιά διάθεση μηδενισμού των όποιων προσπαθειών, παρατηρήθηκαν καθυστερήσεις
στην καταγραφή των ζημιών και στην καταβολή αποζημιώσεων, ενισχύσεων και βοηθημάτων,
και αρρυθμίες στην κάλυψη των κάθε είδους υποχρεώσεων (Εφορία, Τράπεζες, Ταμεία
κα) όλων όσων βρέθηκαν από την μια μέρα στην άλλη χωρίς σπίτι, δουλειά, εισόδημα.
Αρκετοί
αγρότες βιώνουν ακόμη τις δυσκολίες όχι μόνο στην προσωρινή τους στέγαση αλλά
και στην τιτάνια προσπάθεια που καταβάλλουν να ξαναφέρουν τα χωράφια τους σε κατάσταση
να καλλιεργηθούν τη νέα χρονιά (απομάκρυνση μπαζών κλπ.).
Όλα
αυτά ανάγκασαν πολλούς αγρότες, από πολιτικές πεποιθήσεις, χριστουγεννιάτικα να
βρεθούν σε κινητοποιήσεις.
Σε
ότι αφορά στον σχεδιασμό της πολιτικής αποκατάστασης στις συνθήκες που πρόσφατα
έχουν δημιουργηθεί, σε συνδυασμό με την εδώ και δεκαετίες δραματική κατάσταση
των υδάτινων οικοσυστημάτων και την ανεπάρκεια υποδομών στήριξης των αρδεύσεων,
ελπίζαμε πως με την συγκυρία της αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) στο Υδατικό Διαμέρισμα (ΥΔ) Θεσσαλίας θα καταλήγαμε
πολύ πιο σύντομα σε ένα τελικό σχεδιασμό, οπότε θα απέμενε μόνο η εκπόνηση ενός
εφαρμοστικού πλάνου (masterplan), με
παράλληλη εξασφάλιση χρηματοδότησης μέσω (κυρίως) της Ταμείου Ανάκαμψης.
Αντί
αυτού όμως βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πανσπερμία μη δεσμευτικών «προτάσεων»,
«ιδεών» και «σχεδίων» από διάφορα επίπεδα της διοίκησης ή/και φορέων, που για
την ώρα δεν έχουν προσαρμοστεί στο θεσμοθετημένο ΣΔΛΑΠ, ούτε βεβαίως βρίσκονται
σε διαδικασία υλοποίησης.
Εκείνο
όμως που προκαλεί μεγάλη εντύπωση και προβληματισμό είναι ο «ασύμμετρος» εξωγενής
πόλεμος που δέχεται η Θεσσαλία και το μοντέλο ανάπτυξης της που ακολουθείται σταθερά
επί δεκαετίες στον πρωτογενή τομέα και στην μεταποίηση, μοντέλο που σε σημαντικό
βαθμό «κατάφερε» να δώσει δουλειά σε πολλές
οικογενειακές αγροτοκτηνοτροφικές μικροεπιχειρήσεις, με ισχυρή συμμετοχή
στο εθνικό ακαθάριστο προϊόν, και να συγκρατήσει ένα μεγάλο μέρος των νέων ανθρώπων
στον τόπο τους.
Θα είμαστε
οι τελευταίοι που θα αμφισβητήσουμε πως στη Θεσσαλία παρατηρούνται σοβαρές παθογένειες από κακές γεωργικές (και όχι μόνο)
πρακτικές, από την έλλειψη προστασίας των πολύτιμων φυσικών πόρων όπως το έδαφος
και το νερό, από την απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου αγροτικής πολιτικής, από την
σχεδόν ανύπαρκτη επιστημονική και με περιβαλλοντικά κριτήρια διαχείριση των υδάτων
αλλά και των υφιστάμενων υποδομών.
Οι στόχοι
όμως εκείνων που χρησιμοποιούν όλα αυτά τα «επιχειρήματα» είναι εντελώς διαφορετικοί
και δεν αποβλέπουν στην ομαλή βελτίωση της κατάστασης.
Το αντίθετο,
επιδιώκουν κυρίως να αμφισβητήσουν και, ει δυνατόν, να ακυρώσουν την κατεύθυνση
της αγροτικής ανάπτυξης της περιοχής.
Επικαλούνται
επίσης την μείωση της βιοποικιλότητας, την κλιματική υπερθέρμανση και τις καταστροφικές
επιπτώσεις των ισχυρών κλιματικών φαινομένων, και όλα αυτά τα συνδέουν με τις παθογένειες που προαναφέραμε.
Κάνουν
την παραδοχή πως η Θεσσαλία έχει επάρκεια νερού και υποδεικνύουν πως η μονή «βιώσιμη»
λύση είναι ο περιορισμός των αρδευόμενων καλλιεργειών, η δραστική μείωση των αρδευόμενων
εκτάσεων, η μη κατασκευή ταμιευτήρων νερού (φραγμάτων), η εγκατάλειψη της υδροηλεκτρικής
ενέργειας και άλλα πολλά που τα παρουσιάζουν σαν «πράσινες» πολιτικές και μοναδική
διέξοδο από την εντεινόμενη κλιματική κρίση.
Παραβλέπουν
όμως πως οι καθημερινοί άνθρωποι, παρά την συστηματική προπαγάνδα που δέχονται γύρω
από αυτές τις πολιτικές, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν πως ότι παρουσιάζεται
σαν «πράσινο» δεν είναι κατ’ ανάγκη και «οικολογικό» και, το κυριότερο, δεν έχει
πάντοτε θετικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Το αντίθετο,
πολύ συχνά παρατηρούμε πως τέτοιες πολιτικές, με το αναγκαίο οικολογικό περίβλημα,
έχουν σαν βασικό τους στόχο την τεράστια προσέλκυση κεφαλαίων σε αμφιλεγόμενες επενδύσεις
(ενδεικτικά : ανεμογεννήτριες σε ορεινές - προστατευόμενες υποτίθεται -περιοχές,
φωτοβολταϊκά σε αγροτικές παραγωγικές εκτάσεις).
Να λοιπόν
που η «φύση» δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο προστασίας για τους πραγματικά ευαίσθητους
ανθρώπους αλλά στο όνομα της «απανθρακοποίησης» και των «πράσινων» τεχνολογιών, προσφέρεται και σαν ευκαιρία να παράγονται
τεράστια κέρδη, συχνά πριμοδοτούμενα, σε ισχυρούς ολιγοπωλιακούς ομίλους, καθώς
και ασφαλή εισοδήματα σε κάποιους επενδυτές.
Με
όλα τα παραπάνω δεν είναι παράδοξο το γεγονός πως γνωστές οικολογικές οργανώσεις,
με διεθνείς διασυνδέσεις και προνομιακές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα (Προέδρος
της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργοί κλπ.), στηρίζουν τέτοιες πολιτικές ενώ παράλληλα αμφισβητούν
σε σταθερή βάση τις τεκμηριωμένες προτάσεις των ΣΔΛΑΠ για δημιουργία ταμιευτήρων
και αντίστοιχων αρδευτικών έργων στη Θεσσαλία, που διεκδικούν εδώ και χρόνια οι
θεσσαλοί.
Επίσης, με σταθερή στήριξη και υποστηριζόμενη προβολή από μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα και ΜΜΕ (πχ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με μένος κατά των φραγμάτων !), πολεμάνε με πάθος και τα υδροηλεκτρικά έργα, θεωρώντας πως το νερό δεν αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας !
Κάποιες άλλες από αυτές τις οργανώσεις «ανησυχούν» μήπως στη Θεσσαλία…..βουλιάξουμε (!) και εκμεταλλευόμενοι την συγκυρία μας καλούν «μετά το θρήνο» των καταστροφικών
πλημμυρών να «αλλάξουμε» και να τους ….βοηθήσουμε οικονομικά πηγαίνοντας «μαζί»
τους.
Μετά
από αυτά δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το στόχαστρο όλων αυτών των οργανώσεων
και των ΜΜΕ τα έργα Αχελώου, κατά μείζονα
λόγο που τώρα προτείνεται από το προς έγκριση ΣΔΛΑΠ του ΥΔΘ η ολοκλήρωση και λειτουργία
τους και μάλιστα με επιστημονική πληρότητα
και απόλυτη περιβαλλοντική τεκμηρίωση.
Αξιοποιώντας
την σημερινή κακή διαχείριση των υδάτων για την οποία υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές
ευθύνες, διαστρεβλώνοντας έντεχνα την πραγματικότητα και με την συνήθη καταστροφολογία
στην ρητορική τους, όλοι όσοι «επιτίθενται» στα έργα θεωρούν σαν δεδομένη την επιδείνωση
της κατάστασης στον θεσσαλικό κάμπο !
Είναι
τέτοιο το μένος τους κατά των εγκαταλειμμένων έργων Αχελώου, που ορισμένοι ανεύθυνοι
δημοσιογράφοι και «επιστήμονες» έφθασαν στο σημείο να ισχυρίζονται (Εφ-Συν, Β. Γραμματικογιάννη,
16-17 Δεκ 2023) πως «εάν τα έργα της εκτροπής ήταν σε λειτουργία εκατομμύρια
κυβικά μέτρα νερού θα οδηγούνταν από τα δυτικά στα ανατολικά στη Θεσσαλία» !
Και
είναι βέβαιο πως τέτοιες ανακρίβειες και ψεύδη δεν διατυπώνονται από αγνοία αλλά
από σκοπιμότητα.
Όλοι
εξάλλου γνωρίζουν πως η λεκάνη απορροής (ΛΑΠ) Αχελώου ναι μεν «συνορεύει»
με την ΛΑΠ Πηνειού, ΔΕΝ επικοινωνεί όμως
με αυτήν, ούτε η γεωμορφολογία «επιτρέπει» στα δικά της νερά να ξεφύγουν προς
τον Πηνειό, και μάλιστα την κρίσιμη περίοδο των πλημμυρών.
Με απλά
λόγια ο Αχελώος ΔΕΝ απειλεί να πλημμυρίσει
τον θεσσαλικό κάμπο, ενώ τα νερά του κατακλύζουν μόνο την «δική» του λεκάνη και
οδηγούνται νότια στο Ιόνιο πέλαγος.
Και επειδή
πολύς λόγος γίνεται για επάρκεια νερού στη Θεσσαλία, υποτίθεται λόγω των τεράστιων
ποσοτήτων νερού που πριν λίγους μήνες την κατέκλυσαν, ας γίνει αντιληπτό
πως τα νερά της ΛΑΠ Πηνειού δεν είναι δυνατόν
να συγκεντρωθούν στο σύνολο τους και να αξιοποιηθούν για τις διάφορες χρήσεις (υδρεύσεις,
αρδεύσεις κλπ.), ούτε κατά την λειτουργία
του οικοσυστήματος σε μια φυσιολογική χρονιά, ούτε (κατά μείζονα λόγο) κατά την
εξέλιξη ενός έντονου πλημμυρικού φαινομένου.
Σε
κάθε περίπτωση, κάποια από αυτά τα νερά ταμιεύονται συντεταγμένα και με σχεδιασμό
σε συγκεκριμένες περιοχές (πχ. Σμόκοβο, Κάρλα), κυρίως στα ημιορεινά πέριξ του θεσσαλικού
κάμπου, ενώ ένα άλλο σημαντικό μέρος τους εμπλουτίζει τους υπόγειους υδροφορείς
του κάμπου όπου και «αποθηκεύεται».
Τα υπόλοιπα
(συνήθως τα περισσότερα) νερά οδηγούνται στην έξοδο προς την θάλασσα.
Συνεπώς
παρά τις έντονες πλημμύρες και τις τεράστιες ποσότητες νερού που είδαμε να περνούν
«δίπλα» μας, οι αξιοποιήσιμες ποσότητες είναι κατά πολύ μικρότερες.
Ειδικά
στο ΥΔΘ, λόγω των αυξημένων και χωρίς περιορισμούς καταναλώσεων για αρδεύσεις, κάθε
χρόνο δημιουργούνται ελλείμματα που προστίθενται στα ήδη πολύ υψηλά συσσωρευμένα
εδώ και δεκαετίες.
Αυτό
ακριβώς, δηλαδή η σταδιακή κάλυψη των συσσωρευμένων
ελλειμμάτων καθώς και η αποκατάσταση των επιφανειακών και (κυρίως) των πληγέντων υπόγειων
υδάτινων οικοσυστημάτων είναι που απαιτούν
ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΝΕΡΟΥ.
Γι’ αυτό
τα αναζητούμε από τον Αχελώο, διεκδικώντας την συγκέντρωση υδάτων στον ταμιευτήρα Συκιάς, μέρος των
οποίων - όταν ολοκληρωθούν τα έργα - θα μεταφερθούν προς το ΥΔΘ, συμβάλλοντας παράλληλα
με αποφασιστικό τρόπο στην ΑΣΦΑΛΕΙΑ της
Θεσσαλίας από φαινόμενα παρατεταμένης ξηρασίας και ερημοποίησης.
Ελπίζουμε
πως με την συσπείρωση των νέων αυτοδιοικητικών αρχών και όλων των οργανώσεων
της Θεσσαλίας αυτή η μάχη απέναντι σε «πολέμους» αλλά και την διεκδίκηση όσων επιβάλλεται
να γίνουν στην περιοχή μας θα στεφθεί από επιτυχία.
Καλή
χρονιά σε όλους.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ.
πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας
ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ
Eνημερωθείτε για τα νέα του blog
Πριν από λίγες εβδομάδες παρουσιάσθηκε από τον νεοεκλεγέντα περιφερειάρχη Θεσσαλίας το προσχέδιο της γεωργικής ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας. Παραξενεύτηκα από την πρωτοβουλία του κ. Κουρέτα να διοργανώσει αυτή την εκδήλωση.
* O Θόδωρος Καρυώτης είναι γεωπόνος-εδαφολόγος, συντ. τακτ. ερευνητής ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ», MSc στη Χαρτογράφηση, Ταξινόμηση και Υδατική Οικονομία Εδαφών, PhD στη Γεωργική Χημεία και Γονιμότητα Εδαφών. Υπηρέτησε ως γεωργικός σύμβουλος στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας
Eνημερωθείτε για τα νέα του blog
Eίναι κατανοητό και υπάρχει η απόλυτη συμφωνία από όλους ότι οι τελευταίες πλημμύρες στην Θεσσαλία θα καθορίσουν την ταυτότητα των Θεσσαλών και την συλλογική μνήμη των τοπικών κοινοτήτων.
Ακριβώς αυτή η διατήρηση της συλλογικής μνήμης και της ιστορικότητας της στιγμής είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί. Επιπροσθέτως είναι κρίσιμο, με αφορμή την συνθήκη των τραγικών γεγονότων, να ξανασκεφτούμε το παρελθόν, το παρόν και να μιλήσουμε για το μέλλον.
Οι τελευταίες δεκαετίες έχουν ανάγει τα μουσεία σε θεσμούς όπου όχι
μόνο διαφυλάσσεται το παρελθόν αλλά διαμορφώνονται οι συνθήκες αναπαραστάσεων
και βιωματικών ανασυγκροτήσεων του παρελθόντος ως κινητήριες προκλήσεις για την
σκέψη και τον οραματισμό του μέλλοντος.
Είναι κρίσιμο να δημιουργηθεί ένα
Εθνικό Μουσείο Αγροτικής Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Ανάπτυξης που
λείπει από την Ελλάδα. Ενώ υπάρχουν μικρά και διάσπαρτα μουσεία ανά την Ελλάδα
αλλά και την Θεσσαλία, δεν υπάρχει ένα Εθνικό Μουσείο της πλέον εμβληματικής
πρωτογενούς παραγωγικής δραστηριότητας που καθόρισε την συγκρότηση του κράτους
και της οικονομίας από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους. Στόχοι του Εθνικού
Μουσείου Αγροτικής Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Ανάπτυξης θα είναι :
1. Η συλλογή και συντήρηση της επιστημονικής και τεχνολογικής κληρονομιάς όλης της χώρας. Θα είναι τόπος όπου θα συλλέγονται τα αντικείμενα, οι τεχνολογίες που καθόρισαν την παραγωγή ανά την Ελλάδα, θα αποτιμώνται, θα συντηρούνται και θα αρχειοθετούνται συγκροτώντας τις συλλογές της Εθνικής Αγροτικής κληρονομιάς σε Επιστημονική και Τεχνολογική Καινοτομία. Tελευταία έχει καταδειχθεί η σημασία της καινοτομίας στην συγκρότηση των μεταβάσεων στην αγροδιατροφή (βλέπε www.conef.gr).
2. Η συλλογή των αρχειακών τεκμηρίων και συγκρότηση συλλογών προφορικών αφηγήσεων ιστορικών πρωταγωνιστών που θα αφορούν είτε τους μεγάλους μετασχηματισμούς είτε τις αλλαγές στο καθημερινό πολιτισμό. Η συλλογή αρχειακών τεκμηρίων παρά τις εξαιρετικές προσπάθειες των ΓΑΚ αποτελούν πάντοτε πρόκληση για όσους ενδιαφέρονται να διαμορφώσουν πλαίσιο διάσωσης των αρχειακών πηγών.
3. H έκθεση των μόνιμων εκθεμάτων και η διαμόρφωση αφηγήσεων που στο κέντρο τους δεν θα είναι απλά η αγροτική ζωή ως φολκλόρ. Αντίθετα οι αφηγήσεις θα διαμορφώνουν αναπαραστάσεις που στο κέντρο τους θα έχουν νοηματοδοτήσεις της επιστήμης, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της ανάπτυξης όπως αυτές μετασχηματίστηκαν ιστορικά και όπως συγκροτούνται σήμερα. Σύγχρονες μελέτες έχουν καταδείξει ότι είναι σημαντικό να μελετούμε την σύμπλεξη διαφορετικών συστημάτων όπως των πρώτων υλών, της ενέργειας, των υποδομών της διαχείρισης του νερού και τα συστήματα σποροπαραγωγής και αναπαραγωγής του φυτο-πολλαπλασιαστικού υλικού.
Το ζήτημα της διαχείρισης του νερού και της σύνδεσής του με την ανθεκτικότητα των τοπικών κοινωνιών είναι πολύ σημαντικό και με τις τελευταίες πλημμύρες έχει καταδειχθεί η συσχέτισή του. Νερό, άρδευση, αποστράγγιση και ύδρευση είναι αλληλένδετα. Συνδέονται με πολιτικές που συγκροτήθηκαν ιστορικά και καθόρισαν τα αναπτυξιακά μοντέλων τοπικών περιοχών.
4. Η συνδιαμόρφωση του μέλλοντος μέσα από εκπαιδευτικά εργαστήρια, δραστηριότητες, εκθέσεις και εργαστήρια συλλογικού σχεδιασμού. Σύγχρονες μουσειολογικές πρακτικές έχουν τεθεί στην υπηρεσία της συνδιαμόρφωσης και συμπαραγωγής σεναρίων όπου οι διαφορετικοί εταίροι θέτουν προτεραιότητες για το μέλλον και κάνουν επιλογές για τα επιθυμητά σενάρια για το μέλλον. Αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα και χρειάζεται να ξεκινήσει από την ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων με τα σχολεία της δευτεροβάθμιας αλλά και με τους ερευνητικούς και επαγγελματικούς συλλόγους και εταίρους. Ο αγροτικός κόσμος διψά να ακουστεί και ένας θεσμός που θα συνδυάζει ιστορική μνήμη, με την σε βάθος κατανόηση του παρόντος και τις μελλοντικές προκλήσεις μπορεί να γίνει θεσμικός κόμβος ανάπτυξης.
Το μουσείο θα πρέπει να έχει ως βάση την Θεσσαλία ίσως την περιοχή των παρακαρλίων χωριών ή τον ιστορικό δήμο του Κιλελέρ ή την περιοχή του πολύπαθου Παλαμά στην Καρδίτσα. Ο Εθνικός του χαρακτήρας θα του προσδώσει κύρος αλλά και την κρατική εκείνη χρηματοδότηση να μπορέσει εκτός του μητροπολιτικού κέντρου να στηθεί ένας θεσμός και ένας οργανισμός που θα διασώσει την πολιτισμική κληρονομιά. Θα αποτελέσει πόλο εκπαίδευσης σε θέματα διαχείρισης νερού, περιβάλλοντος, διατροφής και βιώσιμης παραγωγής για το σύνολο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας. Θα αποτελέσει πόλο ανάπτυξης με νέες θέσεις εργασίας τοπικά σε διάφορες βαθμίδες από επιτελικά στελέχη με εργασιακή εμπειρία στην επιμέλεια και διαχείριση μουσείων μέχρι συντηρητές και τεχνικούς. Όλοι αυτοί θα αναζητηθούν κατά προτεραιότητα από τις τοπικές κοινωνίες. Εάν δε το Εθνικό Μουσείο θεσμοθετηθεί και με ένα μεγάλο αγρόκτημα ως αναπόσπαστο μέρος του ώστε να αναδεικνύονται παλιές και νέες καινοτομίες σε άμεση χρήση, ο κύκλος των εργαζομένων και των συντηρητών θα είναι αρκετά μεγάλος. Μπορεί στα πλαίσια της ανάσχεσης των συνεπειών των πλημμυρών στις τοπικές κοινωνίες η ίδρυση ενός Εθνικού Μουσείου Αγροτικής Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Ανάπτυξης να θεωρείται πολυτέλεια αλλά εάν κανείς σκεφτεί τις προκλήσεις που έχει ο αγροτικός κόσμος και το σύνολο των τοπικών κοινωνιών και την υποστήριξη που πρέπει να έχει σε εθνικό επίπεδο ίσως τότε κατανοήσουμε την σημασία ενός τέτοιου μουσείου. Δεν νομίζω ότι είναι αμελητέος αυτός ο στόχος και ρόλος στο πλαίσιο των προκλήσεων της αγροτικής αναδιάρθρωσης, της αποκεντροποιημένης ανάπτυξης, της βέλτιστης διαχείρισης των φυσικών κοινών και της κλιματικής κρίσης.
*Ο Στάθης Αραποστάθης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ όπου διδάσκει ιστορία και κοινωνιολογία της επιστήμης και τεχνολογίας καθώς και επιστημονική και τεχνολογική πολιτική.
Eνημερωθείτε για τα νέα του blog
Πριν από λίγες εβδομάδες η John Deere πούλησε το τελευταίο της άροτρο.
Σύγχυση και ανησυχία επικρατεί το τελευταίο διάστημα στους θεσσαλούς και ιδιαίτερα σε εκείνους που η ζωή τους είναι συνδεδεμένη με την ύπαιθρο και υφίστανται άμεσα τις καταστροφικές συνέπειες των πλημμυρών του Σεπτεμβρίου.
Οι αγρότες από κοινού με τους Δήμους της περιοχής τους κινητοποιούνται τις ημέρες αυτές διεκδικώντας αποζημιώσεις, αλλαγή κανονισμού ΕΛΓΑ, προστασία της παραγωγής τους, λογικές τιμές στην ενέργεια, καλύτερες τιμές στα προϊόντα τους και γενικά επίλυση γνωστών προβλημάτων που έρχονται από το παρελθόν και δεν σχετίζονται αποκλειστικά με τις πλημμύρες.
Ταυτόχρονα όμως όλοι αντιλαμβάνονται ότι εκτός από τα παραπάνω χρειάζεται και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, αφενός για την ανασυγκρότηση της περιοχής, αφετέρου για την διαμόρφωση συνθηκών ασφάλειας και προστασίας σε περίπτωση επανεμφάνισης παρόμοιων φαινομένων.
Στον έντονο προβληματισμό για τα δυο αυτά ζητήματα εντελώς συγκυριακά συνέπεσαν και οι διαδικασίες της 2ης αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) και του Σχεδίου Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας (ΣΔΚΠ)(link is external), τα οποία «κλείνουν» μέχρι το τέλος του έτους.
Σύντομα αναμένεται η τελική έγκριση τους από την κυβέρνηση, η οποία αμέσως μετά τις πλημμύρες ανέθεσε στην Ολλανδική HVA την σύνταξη ενός πορίσματος για την αξιολόγηση της σημερινής κατάστασης στη Θεσσαλία και για τις προτάσεις αντιμετώπισης της σύνθετης κατάστασης που βιώνουμε, το οποίο αναμένεται να παραδοθεί στην κυβέρνηση μετά από δυο μήνες (τουλάχιστον).
Τέλος, προστέθηκαν και οι προτάσεις της Διεπιστημονικής Επιτροπής που συγκρότησε ο νεοεκλεγείς Περιφερειάρχης κ. Δ. Κουρέτας, ο οποίος πρόσφατα από τη Λάρισα παρουσίασε δημόσια τις δίκες τους θέσεις.
Προφανώς είναι ευπρόσδεκτες και χρήσιμες όλες οι προτάσεις επιστημόνων και αυτοδιοικητικών παραγόντων στην κρίσιμη αυτή περίοδο, δεδομένου ότι αφενός εμπλουτίζουν τον αναγκαίο διάλογο σε τόσο σοβαρά ζητήματα, αφετέρου οι όποιες αποφάσεις πρέπει να έχουν απόλυτη τεχνική, οικονομική και περιβαλλοντική τεκμηρίωση.
Από την άλλη όμως, αυτή η πανσπερμία απόψεων και προτάσεων που σταδιακά βλέπει το φως της δημοσιότητας, δεν έχει για την ώρα οδηγήσει σε ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα.
Αυτή τη στιγμή απέχουμε αρκετά από την συγκρότηση ενός εφαρμοστικού Σχεδίου που θα συνδυάζει την έγκριση από την κυβέρνηση και ταυτόχρονα την αποδοχή από την τοπική κοινωνία και την Περιφέρεια Θεσσαλίας.
Με άλλα λόγια καταγράφεται μια αντίφαση, δηλαδή να υπάρχει ένα πλήθος σοβαρών ή/και τεκμηριωμένων προτάσεων και ταυτόχρονα να πλανάται η έντονη αμφιβολία εάν, πότε και με ποιον τρόπο όλες αυτές οι προτάσεις θα τύχουν εφαρμογής και υλοποίησης.
Στο μεταξύ καθημερινά ακούμε και βλέπουμε αλλεπάλληλες επισκέψεις κυβερνητικών στελεχών στην περιοχή, επαφές, δηλώσεις ή/και υποσχέσεις, στην πράξη όμως όλα αυτά δεν προσφέρουν βεβαιότητα πως βαδίζουμε σίγουρα και σωστά.
Άλλωστε και η εμπιστοσύνη των πολιτών έχει κλονιστεί με όσα συμβαίνουν, γιατί τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών απέδειξαν πως η κλιματική κρίση αρκετές φορές χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την «απόκρουση» ευθυνών από τους αρμόδιους διαχειριστές είτε της κεντρικής είτε της τοπικής διοίκησης.
Αντίθετα, στα θέματα της ασφάλειας της περιοχής μας από έντονα φαινόμενα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αποδείχθηκε ότι οι πολιτικοί και τοπικοί μας ηγέτες υπήρξαν κατώτεροι των περιστάσεων και επέδειξαν απαράδεκτη έλλειψη προνοητικότητας, κατά μείζονα λόγο που πριν τρία χρόνια ο Ιανός μας είχε στείλει ισχυρή προειδοποίηση για τους κινδύνους, «πιστοποιημένη» μάλιστα με τρεις θανάτους συμπολιτών μας και ζημίες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Όλα δείχνουν πως δεν έχουμε στη διάθεση μας άφθονο χρόνο για συζητήσεις, ούτε για να χασομεράμε στην διαμόρφωση συγκεκριμένων δράσεων και έργων.
Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις πλημμύρες άλλα και για την λειψυδρία και την ξηρασία.
Όπως μάλιστα γράφει ο φίλος περιβαλλοντολόγος και συγγραφέας Ζήσης Αργυρόπουλος, «Οι κλιματικές συνθήκες στο γεωγραφικό μας περίγυρο είναι τέτοιες που μπορούν να παραγάγουν ακραίες καταστάσεις, ασύμμετρες ως προς την ένταση αλλά συμμετρικές ως προς την έκφραση. Έτσι, όπως προκλήθηκε μέγα - πλημμύρα, μπορεί να επέλθει και μέγα – ξηρασία. Και τότε θα είναι αργά να αναζητήσουμε πηγές να καλύψουν τις υδατικές μας ανάγκες. Θα είναι αργά να προγραμματίσουμε έργα ταμίευσης και πολύ πιο αργά να μιλήσουμε για εξοικονόμηση, αφού δε θα υπάρχει απόθεμα».
Για όλους αυτούς τους λόγους ανησυχούμε πολύ για το «δια ταύτα» των αποφάσεων που δεν βλέπουμε και του σχεδιασμού - προγραμματισμού που δεν υπάρχει.
Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε μια κάποια διέξοδο σε όλα αυτά τα αντιφατικά και περίπλοκα θα προτείναμε σαν βάση για τον σχεδιασμό το ΣΔΛΑΠ που πρόσφατα παρουσιάστηκε και, όπως προαναφέραμε, σύντομα θα γίνει κυβερνητική απόφαση.
Σημειώνουμε πως το ΣΔΛΑΠ καθιερώθηκε στο πλαίσιο ευρωπαϊκής οδηγίας για τα ύδατα (2000/60), αποτελώντας ένα σημαντικό «θεσμοθετημένο» εργαλείο ώστε να βελτιωθεί ο τρόπος διαχείρισης των υδάτων, κάτι που για την Θεσσαλία αποτελεί θέμα μείζονος σημασίας.
Και ας μην ξεχνάμε πως παρεμβάσεις και έργα που δεν περιλαμβάνονται στο ΣΔΛΑΠ δεν είναι επιλέξιμα προς υλοποίηση.
Επίσης, καλλιέργειες που αρδεύονται με νερά από υπόγειους υδροφορείς των οποίων η κατάσταση χαρακτηρίστηκε από το ΣΔΛΑΠ ως «κακή» κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Παρόλα αυτά, δυστυχώς, ένα μικρό μόνο μέρος των πολιτών και των φορέων της Θεσσαλίας έχει αντιληφθεί την σημασία του Σχεδίου αυτού. Εκείνο όμως που μας ανησυχεί περισσότερο είναι η πρακτική που βιώσαμε από τις κυβερνήσεις με τα προηγούμενα ΣΔΛΑΠ, όπου συνήθως επέλεγαν ουσιαστικά ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΝ, προτιμώντας να διαχειρίζονται το υδατικό ζήτημα με επικοινωνιακές τακτικές.
Με αυτή τη λογική αδιαφόρησαν να συγκροτήσουν φορείς διαχείρισης των υδάτων στα Υδατικά Διαμερίσματα, να εκπονήσουν εφαρμοστικά πλάνα (masterplan) και – κυρίως - να διαθέσουν τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους για τις εγκεκριμένες (από τους ίδιους !) δράσεις και έργα.
Με απλά λόγια οι κυβερνήσεις μέσω του ΣΔΛΑΠ φρόντιζαν πρωτίστως να είναι τυπικά «εντάξει» ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην ευρωπαϊκή Οδηγία.
Έτσι, στο βαθμό που η πίεση των πολιτών και των οργανώσεων ήταν περιορισμένη, τα Σχέδια παρέμεναν «σχέδια επί χάρτου», ενώ η Θεσσαλία συνέχιζε να είναι απροστάτευτη και να «βουλιάζει» σε μια καταστροφική για την γεωργία και το περιβάλλον διαχείριση των υδάτων.
Στις σημερινές συνθήκες (μετά μάλιστα και την πρόσφατη τραγωδία των πλημμυρών) παρόμοιες πρακτικές κρίνονται εντελώς ανεύθυνες και πρέπει να απορριφθούν ασυζητητί.
Το νέο ΣΔΛΑΠ ΠΡΕΠΕΙ να εφαρμοστεί όπως θα εγκριθεί. Στον ίδιο σχεδιασμό θα πρέπει να προσαρμοστούν και όσα προβλέπονται στο Σχέδιο Πλημμυρών (ΣΔΚΠ), όπως και οι προτάσεις της Περιφέρειας.
Επίσης με πολύ ενδιαφέρον περιμένουμε και τα πορίσματα από την Ολλανδική HVA, ώστε και αυτά να ενσωματωθούν στον εγκεκριμένο σχεδιασμό του αρμόδιου Υπουργείου (ΥΠΕΝ).
Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η χρησιμότητα των Σχεδίων θα μετριαστεί και, το κυριότερο, το αντίστοιχο masterplan που θα προταθεί θα συναντήσει σοβαρές δυσκολίες και εμπόδια στην εφαρμογή του.
Ας ελπίσουμε λοιπόν πως υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση από την κυβέρνηση ώστε για πρώτη φορά να κινηθούμε ορθολογικά στο μείζον θέμα των υδάτων, εφαρμόζοντας ένα ενιαίο εγκεκριμένο σχέδιο με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Ας ελπίσουμε πως οι κυβερνώντες θα θέσουν επιτέλους στο επίκεντρο της πολιτικής τους το συμφέρον του λαού της περιοχής μας, την ασφάλεια του, την προστασία και αποκατάσταση των πληγωμένων οικοσυστημάτων μας, την στήριξη της αειφορικής και βιώσιμης γεωργίας, την συγκράτηση του αγροτικού (και όχι μόνο) πληθυσμού στον τόπο τους.
Ας ελπίσουμε ακόμη πως δεν θα ζήσουμε και πάλι την τακτική που ακολουθούσαν έως σήμερα οι περισσότεροι αυτοδιοικητικοί μας ηγέτες (Περιφέρεια, ΠΕΔ/Θ και Δήμαρχοι μεγάλων πόλεων), με κύριο χαρακτηριστικό τους την «χαλαρή πίεση» προς στις κυβερνήσεις (στα όρια της….. προστασίας), ενώ συνειδητά επέλεξαν να έχουν τον κόσμο της περιοχής μας αδρανοποιημένο και χωρίς ενημέρωση.
Στο χέρι μας είναι όλα αυτά να τα αλλάξουμε. Η δραματική κατάσταση και οι κάθε είδους κίνδυνοι που μας απειλούν επιβάλλουν και την δική μας οργανωμένη αντίδραση.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ