Η ώρα των αποφάσεων για ενίσχυση της Θεσσαλίας με νερά από Αχελώο και το διακύβευμα της 2ης αναθεώρησης του ΣΔΛΑΠΘ - (Κώστας Γκούμας – Τάσος Μπαρμπούτης)*


 

Στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη Λάρισα η κεντρική εκδήλωση για την ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ επί της 2ης Αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) στο Υδατικό Διαμέρισμα (ΥΔ) Θεσσαλίας, με συμμετοχή των εκπροσώπων της Γραμματείας Υδάτων του αρμόδιου Υπουργείου (ΥΠΕΝ), των μελετητών και των φορέων της Θεσσαλίας.

Πολλοί μας ρωτούν γιατί αναφερόμαστε τόσο συχνά στο ΣΔΛΑΠ και στις διάφορες συζητήσεις έως την τελική του έγκριση (που αναμένεται να γίνει στις αρχές του επόμενου έτους), εφόσον άλλωστε πρόκειται για μια συμβατική διαδικασία που, όπως συνέβη και με τις αντίστοιχες προηγούμενες εγκρίσεις (2014/κυβέρνηση Σαμαρά, 2017/κυβέρνηση Τσίπρα), θα αφορά ένα ακόμη «Σχέδιο» χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα στην ακολουθούμενη πολιτική υδάτων στην περιοχή μας.

Πραγματικά, ερωτήματα σαν αυτό είναι εύλογα. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια εκπονήθηκαν αλλεπάλληλες μελέτες ΣΔΛΑΠ (στα πλαίσια της σχετικής Οδηγίας της ΕΕ για τα νερά) και έχουν καταγραφεί από τους επιστήμονες εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την δραματική κατάσταση του τομέα υδάτων στο ΥΔΘ.

Παρόλα αυτά, δεν έχουν έως σήμερα πραγματοποιηθεί αξιόλογα βήματα βελτίωσης και, κυρίως, δεν έχουν ληφθεί οριστικές αποφάσεις, σεβαστές από όλους όσοι κυβερνούν, ώστε να υπάρξει διέξοδος από την συνεχή επιδείνωση της κατάστασης και παράλληλα αλλαγή προς το καλύτερο των συνθηκών βιώσιμης διαχείρισης του νερού από τους χρήστες.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει (και) με το υπό διαβούλευση Σχέδιο στην Λεκάνη Απορροής (ΛΑΠ) Πηνειού, για το οποίο (σημ. : παραθέτουμε εντελώς ενδεικτικά) επισημαίνεται ότι :

Ø Σημαντικός αριθμός των υπογείων υδατικών συστημάτων (10 ΥΥΣ από τα 33 στο σύνολο του ΥΔ) βρίσκεται σε ΚΑΚΗ ποσοτική κατάσταση που έχει συμβάλλει σε πολλές περιπτώσεις και στην ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ τους.

Ø Πολλά ποτάμια επιφανειακά υδάτινα σώματα βρίσκονται επίσης σε καθεστώς ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ.

Η υπερεκμετάλλευση αυτή αφορά σε απολήψεις κατά την αρδευτική περίοδο, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, συμπίπτει και με την περίοδο χαμηλών παροχών των ποταμών. Σαν αποτέλεσμα, παρατηρούνται εξαιρετικά χαμηλές έως ΣΧΕΔΟΝ ΜΗΔΕΝΙΚΕΣ, σε ορισμένες περιπτώσεις, θερινές ΠΑΡΟΧΕΣ σε ποτάμια σώματα. Στις χαμηλές αυτές παροχές συμβάλλει και η ΥΠΕΡΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ των ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ, δεδομένου ότι οι θερινές παροχές στα ποτάμια σώματα της λεκάνης Πηνειού τροφοδοτούνται από εκφορτίσεις υπογείων σωμάτων.

Εκτιμάται ότι η συνολική θερινή ΥΠΕΡΑΠΟΛΗΨΗ από τα επιφανειακά σώματα είναι της τάξης των 240 hm3 ανά έτος.

Ø Η μέση ετήσια ποσότητα υπερεκμετάλλευσης από τους υπόγειους υδροφορείς εκτιμήθηκε περί τα 120-150 hm3 ετησίως. Η μείωση των αντλήσεων κατά την ποσότητα αυτή ανά έτος θα σταθεροποιήσει θεωρητικώς την υπόγεια στάθμη στα σημερινά επίπεδα. Για να αρχίσουν όμως να επανακάμπτουν σταδιακά οι υπόγειοι υδροφορείς ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ περαιτέρω μείωση των αντλήσεων περί τα 50 hm3 ανά έτος.

Αθροιστικά, εκτιμάται ότι η συνολική ποσότητα υπογείων υδάτων που έχουν αφαιρεθεί από τα μόνιμα υπόγεια υδατικά αποθέματα της λεκάνης του Πηνειού από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα, με βάση τα υφιστάμενα μακροχρόνια δεδομένα μετρήσεων στάθμης, ανέρχεται τουλάχιστον σε 3.000 hm3.

[Σημ. : για να κατανοηθεί το μέγεθος του προβλήματος η ποσότητα αυτή ισοδυναμεί οκτώ φορές με την ποσότητα του νερού που καταναλώνει ετησίως ο πληθυσμός της Αττικής].

Εκτιμήθηκε, ότι, εφόσον διακοπεί η παραπάνω υπεράντληση ανά έτος, θα απαιτηθούν περίπου 50-60 έτη για την σταδιακή αναπλήρωση των αποθεμάτων. [Όλες οι παραπάνω υπογραμμίσεις δικές μας].

Γνωστά όλα τα παραπάνω, τα παρουσιάσαμε επανειλημμένα στην κοινή γνώμη και τα έχουμε επισημάνει στους «αρμοδίους».

Είναι επίσης σαφές πως οι 30-33.000 γεωτρήσεις (νόμιμες, νομιμοποιημένες, και κάποιες μη καταγεγραμμένες) στον θεσσαλικό κάμπο είναι πρακτικά ΑΔΥΝΑΤΟ είτε να ακυρωθούν με διοικητικά μέτρα, είτε να υποχρεωθούν οι ιδιοκτήτες - αρδευτές να τις εγκαταλείψουν.

Ο ΜΟΝΟΣ τρόπος διεξόδου από αυτή την περίπλοκη κατάσταση είναι η σταδιακή ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ των αντλήσεων με ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ νερά από ΝΕΟΥΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΕΣ.

Και ας μην ξεχνάμε πως η γεωργία, ενόψει και της εξελισσόμενης επισιτιστικής κρίσης, αποτελεί σημαντικότατη δραστηριότητα για την τοπική και την εθνική οικονομία.

Η ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα στην μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας εξαρτάται  σε μεγάλο βαθμό και από την δυνατότητα εξασφάλισης αρδευτικού νερού.

Μάλιστα η παραδοχή για περιορισμό των αρδεύσεων έως  2,5 εκατ. στρέμματα στη Θεσσαλία, θεωρείται συντηρητική και σε αντίφαση με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες που, εκτός των άλλων, επιβάλλουν την ανάγκη αυξημένου εισοδήματος στα αγροτικά νοικοκυριά (σημ. : πολλαπλάσιο εισόδημα στις αρδευόμενες καλλιέργειες σε σχέση με τις ξηρικές), την στήριξη της απασχόλησης, την ηλικιακή ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού και την ανάγκη συγκράτησης των ανθρώπων της υπαίθρου (ειδικά των νέων) στον τόπο τους.

Πέραν αυτών, μια ολοκληρωμένη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του θεσσαλικού κάμπου, εκτός από την διατροφική επάρκεια και ασφάλεια, θα μπορούσε να υπηρετήσει την ταυτόχρονη παραγωγή βιομηχανικών ή άλλων αγροτικών προϊόντων που θα ενίσχυαν τον εξαγωγικό τομέα και τις προοπτικές ανάπτυξης του δευτερογενή τομέα  (μεταποίηση αγροτικών προϊόντων).

Πως όμως ανταποκρίνεται η Θεσσαλία και η χώρα μας συνολικά σε αυτές τις προκλήσεις ;

Με «συνεχή συρρίκνωση του πρωτογενή τομέα» όπως τεκμηριωμένα ισχυρίζεται ο γεωπόνος - ερευνητής Χρ. Τσαντήλας σε άρθρο του στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας (20 Φεβρουαρίου 2023).

Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο ΧΤ από την πρόσφατα δημοσιευμένη απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ για όλη τη χώρα «στην περίοδο 2009-2020 η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση μειώθηκε περίπου κατά 19%», ενώ αντίστοιχα «ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε από 723 χιλ. σε 531 χιλ. (ποσοστό 27% περίπου)» και κατ’ εκτίμηση «περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι έφυγαν από τον τομέα αυτό την τελευταία δεκαετία».

Ειδικά για τη Θεσσαλία τα στοιχεία δείχνουν πως στο ίδιο διάστημα οι χρησιμοποιούμενές γεωργικές εκτάσεις «μειώθηκαν κατά 12% περίπου και ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στη φυτική παραγωγή……κατά 28% περίπου».

Ο ίδιος επισημαίνει πως «ο πρωτογενής τομέας συνεχώς απαξιώνεται ……..σε μια χρονική περίοδο που ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται κάτω από τον κίνδυνο της επισιτιστικής ασφάλειας».

Και όλα αυτά προέρχονται από τις «ακολουθούμενες πολιτικές (που) οδηγούν σταθερά στην υποβάθμιση και σμίκρυνση (του πρωτογενούς τομέα)».  

Κάποιοι καλοπροαίρετα θα αναρωτηθούν : υπάρχουν άραγε τόσα νερά στη Θεσσαλία ώστε να στηριχθούν οι αντίστοιχες πολιτικές στον πρωτογενή τομέα ;

Η απάντηση είναι σαφής : ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΝΕΡΑ στην γεωγραφική ενότητα της Θεσσαλίας, τα οποία όμως κατανέμονται ανισομερώς στις δύο υδρολογικές λεκάνες που εμπίπτουν στα γεωγραφικά όρια της Θεσσαλίας, δηλαδή τα λιγότερα στην ΛΑΠ Πηνειού και τα κατά πολύ περισσότερα στην ΛΑΠ Αχελώου (σημ. : ΥΔ Δυτικής Στερεάς).

Η επιλογή πόσα από τα συνολικά υπάρχοντα νερά μπορεί να είναι διαθέσιμα στη Θεσσαλία και πως αυτά θα αξιοποιηθούν για τους πολλούς και σημαντικούς σκοπούς που απαιτούνται, είναι θέμα ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ πολιτικών επιλογών, δεδομένου πως οι επιστήμονες, εδώ και πολλά χρόνια, έχουν ήδη διατυπώσει τεκμηριωμένα τις προτάσεις τους (όπως πχ. μέσω των ΣΔΛΑΠ) προτείνοντας ΕΝΙΣΧΥΣΗ με μεταφορά από την ΛΑΠ Αχελώου, και ταυτόχρονα οι φορείς από κοινού με τους εν δυνάμει χρήστες νερού (αγρότες, αυτοδιοικητικοί, επιστήμονες, επιμελητήρια κλπ.), όλοι χωρίς καμία εξαίρεση, ζητούν ακριβώς  το ίδιο.

Με απλά λόγια ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ, με πολιτική απόφαση και χωρίς άλλη καθυστέρηση, η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΟ ΥΔΘ.

Εξάλλου τα σχετικά έργα είναι προχωρημένα σε μεγάλο βαθμό (τ. Συκιάς 65%, Σήραγγα μεταφοράς 85%) και έχουν δαπανηθεί για την κατασκευή τους πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε σημερινές αξίες.

Όποιοι λοιπόν και αν είναι οι προβληματισμοί ή οι δισταγμοί της κυβέρνησης για την ολοκλήρωση των έργων Αχελώου, η Θεσσαλία ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ να γνωρίζει ποιες ποσότητες νερού είναι ΟΡΙΣΤΙΚΑ και ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΕΣ για τους πολλαπλούς σκοπούς που καθορίζονται από τις τρέχουσες  συνθήκες, σε ποιες ποσότητες νερού θα βασιστεί ο προγραμματισμός για το μέλλον της περιοχής μας και πως θα πορευτούμε από εδώ και στο εξής.

Όσο όμως σκόπιμα αγνοούνται ή/και «παρακάμπτονται» τα επιστημονικά πορίσματα των εκάστοτε διαβουλεύσεων χωρίς να λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις και χωρίς να υλοποιούνται τα αντίστοιχα έργα, η απογοήτευση στους θεσσαλούς μεγαλώνει, ενώ παράλληλα η νοσηρή στασιμότητα σχετικά με τα έργα  Αχελώου υποβαθμίζει πρακτικά την αξία του διαλόγου και ακυρώνει τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης στην περιοχή.

Με άλλα λόγια, χωρίς οριστικές και δημοκρατικά ειλημμένες (στο κοινοβούλιο) αποφάσεις για το κρίσιμο θέμα της ενίσχυσης, η ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ που εξελίσσεται θα αποτελεί μια παρωδία διαλόγου, χωρίς νόημα και προοπτική.

Ειδικότερα η τρέχουσα διαβούλευση ουσιαστικά ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ με την μείζονος σημασίας εκκρεμότητα των έργων Αχελώου, δεδομένου πως όλα τα αλλά θέματα που θέτουν οι επί μέρους προτάσεις των μελετητών του ΣΔΛΑΠΘ (έργα εξοικονόμησης νερού, έργα ταμίευσης περιμετρικά του κάμπου εντός της ΛΑΠ Πηνειού, πολιτικές διαχείρισης υδάτων, δράσεις για αποκατάσταση επιβαρυμένων οικοσυστημάτων κλπ.) βρίσκουν σύμφωνους τους πάντες, έστω και εάν τα όποια βήματα πραγματοποιούνται απελπιστικά αργά.

Στο θέμα όμως της ενίσχυσης των υδάτων που θα διαμορφώσει μια εντελώς διαφορετική προοπτική για την Θεσσαλία, η στασιμότητα και οι συνεχιζόμενες διαμάχες εντείνουν την ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ, αφενός ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές, αφετέρου ως προς τις απειλές κατά των υδάτινων οικοσυστημάτων από τις τρομακτικές πιέσεις που αυτά συνεχίζουν να δέχονται, χωρίς όρια και ελέγχους.

Και βεβαίως ας μην μας διαφεύγουν οι σημαντικές απώλειες στον τομέα παραγωγής φιλικής προς το περιβάλλον ηλεκτρικής ενέργειας λόγω μη ολοκλήρωσης του υδροηλεκτρικού έργου Συκιάς (όπως του αντίστοιχου στη Μεσοχώρα), τα οποία εδώ και είκοσι χρόνια  «τιμωρούνται» δεόντως μόνο και μόνο επειδή εμπλέκονται στην μεταφορά (εκτροπή) υδάτων από τον Αχελώο προς τον θεσσαλικό κάμπο.

Την ίδια πάντως χρονική περίοδο καμία αλλαγή δεν καταγράφεται στην συνεχιζόμενη στήριξη επιχειρηματικών ομίλων, οι οποίοι σε αγαστή σύμπραξη με τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, κατάφεραν ώστε η υδροηλεκτρική ενέργεια στη χώρα μας να τεθεί «εκτός» του ενεργειακού τοπίου (δες Ενεργειακά Σχέδια - ΕΣΕΚ των Σταθάκη – Φάμελλου 2017 και των Χατζηδάκη – Σκρέκα /από το 2020).

Έτσι τα ενεργειακά ολιγοπώλια επιδίδονται απρόσκοπτα στην κατασκευή μονάδων παραγωγής από άνεμο, από ήλιο και (κυρίως) από φυσικό αέριο, με τις οποίες επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, στην διευρυνόμενη ενεργειακή εξάρτηση κοκ.

Είναι πλέον προφανές ποιο είναι το ΕΠΙΔΙΚΟ ζήτημα για τη Θεσσαλία και ποιο θα πρέπει να είναι το περίγραμμα των διεκδικήσεων ενόψει της διαβούλευσης για την αναθεώρηση του Σχεδίου Υδάτων (ΣΔΛΑΠ).

Είναι επίσης σαφές πως για την τελική επιτυχία των στόχων μας απαιτούνται συστηματικές και επίμονες προσπάθειες, ακόμη και ρήξεις, με εκείνους που συνειδητά «μπλοκάρουν» τις λύσεις στο υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας, αλλά και με όσους τοπικούς παράγοντες, άλλοτε διακριτικά άλλοτε ευθέως, τους «προστατεύουν»….

[Σε επόμενο σημείωμα θα αναφερθούμε στους λόγους για τους οποίους οι κυβερνήσεις συντηρούν την νοσηρή στασιμότητα στο θέμα].

*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

 

*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ


 Eνημερωθείτε για τα νέα του blog

- Από την σελίδα μας στο fb

- Από την ομάδα μας στο fb   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας για το blog ή/ και τις αναρτήσεις εδώ :

Δημοφιλέστερες Αναρτήσεις