Η συζήτηση για το μέλλον της Θεσσαλίας καλά κρατεί. Όλοι έχουμε απόψεις για το τι πρέπει να γίνει και τι να αλλάξει για να έχουμε ένα καλύτερο μέλλον.
Η συζήτηση για το μέλλον της Θεσσαλίας καλά κρατεί. Όλοι έχουμε απόψεις για το τι πρέπει να γίνει και τι να αλλάξει για να έχουμε ένα καλύτερο μέλλον.
Πριν από λίγες εβδομάδες παρουσιάσθηκε από τον νεοεκλεγέντα περιφερειάρχη Θεσσαλίας το προσχέδιο της γεωργικής ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας. Παραξενεύτηκα από την πρωτοβουλία του κ. Κουρέτα να διοργανώσει αυτή την εκδήλωση.
* O Θόδωρος Καρυώτης είναι γεωπόνος-εδαφολόγος, συντ. τακτ. ερευνητής ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ», MSc στη Χαρτογράφηση, Ταξινόμηση και Υδατική Οικονομία Εδαφών, PhD στη Γεωργική Χημεία και Γονιμότητα Εδαφών. Υπηρέτησε ως γεωργικός σύμβουλος στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας
Eνημερωθείτε για τα νέα του blog
Eίναι κατανοητό και υπάρχει η απόλυτη συμφωνία από όλους ότι οι τελευταίες πλημμύρες στην Θεσσαλία θα καθορίσουν την ταυτότητα των Θεσσαλών και την συλλογική μνήμη των τοπικών κοινοτήτων.
Ακριβώς αυτή η διατήρηση της συλλογικής μνήμης και της ιστορικότητας της στιγμής είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί. Επιπροσθέτως είναι κρίσιμο, με αφορμή την συνθήκη των τραγικών γεγονότων, να ξανασκεφτούμε το παρελθόν, το παρόν και να μιλήσουμε για το μέλλον.
Οι τελευταίες δεκαετίες έχουν ανάγει τα μουσεία σε θεσμούς όπου όχι
μόνο διαφυλάσσεται το παρελθόν αλλά διαμορφώνονται οι συνθήκες αναπαραστάσεων
και βιωματικών ανασυγκροτήσεων του παρελθόντος ως κινητήριες προκλήσεις για την
σκέψη και τον οραματισμό του μέλλοντος.
Είναι κρίσιμο να δημιουργηθεί ένα
Εθνικό Μουσείο Αγροτικής Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Ανάπτυξης που
λείπει από την Ελλάδα. Ενώ υπάρχουν μικρά και διάσπαρτα μουσεία ανά την Ελλάδα
αλλά και την Θεσσαλία, δεν υπάρχει ένα Εθνικό Μουσείο της πλέον εμβληματικής
πρωτογενούς παραγωγικής δραστηριότητας που καθόρισε την συγκρότηση του κράτους
και της οικονομίας από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους. Στόχοι του Εθνικού
Μουσείου Αγροτικής Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Ανάπτυξης θα είναι :
1. Η συλλογή και συντήρηση της επιστημονικής και τεχνολογικής κληρονομιάς όλης της χώρας. Θα είναι τόπος όπου θα συλλέγονται τα αντικείμενα, οι τεχνολογίες που καθόρισαν την παραγωγή ανά την Ελλάδα, θα αποτιμώνται, θα συντηρούνται και θα αρχειοθετούνται συγκροτώντας τις συλλογές της Εθνικής Αγροτικής κληρονομιάς σε Επιστημονική και Τεχνολογική Καινοτομία. Tελευταία έχει καταδειχθεί η σημασία της καινοτομίας στην συγκρότηση των μεταβάσεων στην αγροδιατροφή (βλέπε www.conef.gr).
2. Η συλλογή των αρχειακών τεκμηρίων και συγκρότηση συλλογών προφορικών αφηγήσεων ιστορικών πρωταγωνιστών που θα αφορούν είτε τους μεγάλους μετασχηματισμούς είτε τις αλλαγές στο καθημερινό πολιτισμό. Η συλλογή αρχειακών τεκμηρίων παρά τις εξαιρετικές προσπάθειες των ΓΑΚ αποτελούν πάντοτε πρόκληση για όσους ενδιαφέρονται να διαμορφώσουν πλαίσιο διάσωσης των αρχειακών πηγών.
3. H έκθεση των μόνιμων εκθεμάτων και η διαμόρφωση αφηγήσεων που στο κέντρο τους δεν θα είναι απλά η αγροτική ζωή ως φολκλόρ. Αντίθετα οι αφηγήσεις θα διαμορφώνουν αναπαραστάσεις που στο κέντρο τους θα έχουν νοηματοδοτήσεις της επιστήμης, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της ανάπτυξης όπως αυτές μετασχηματίστηκαν ιστορικά και όπως συγκροτούνται σήμερα. Σύγχρονες μελέτες έχουν καταδείξει ότι είναι σημαντικό να μελετούμε την σύμπλεξη διαφορετικών συστημάτων όπως των πρώτων υλών, της ενέργειας, των υποδομών της διαχείρισης του νερού και τα συστήματα σποροπαραγωγής και αναπαραγωγής του φυτο-πολλαπλασιαστικού υλικού.
Το ζήτημα της διαχείρισης του νερού και της σύνδεσής του με την ανθεκτικότητα των τοπικών κοινωνιών είναι πολύ σημαντικό και με τις τελευταίες πλημμύρες έχει καταδειχθεί η συσχέτισή του. Νερό, άρδευση, αποστράγγιση και ύδρευση είναι αλληλένδετα. Συνδέονται με πολιτικές που συγκροτήθηκαν ιστορικά και καθόρισαν τα αναπτυξιακά μοντέλων τοπικών περιοχών.
4. Η συνδιαμόρφωση του μέλλοντος μέσα από εκπαιδευτικά εργαστήρια, δραστηριότητες, εκθέσεις και εργαστήρια συλλογικού σχεδιασμού. Σύγχρονες μουσειολογικές πρακτικές έχουν τεθεί στην υπηρεσία της συνδιαμόρφωσης και συμπαραγωγής σεναρίων όπου οι διαφορετικοί εταίροι θέτουν προτεραιότητες για το μέλλον και κάνουν επιλογές για τα επιθυμητά σενάρια για το μέλλον. Αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα και χρειάζεται να ξεκινήσει από την ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων με τα σχολεία της δευτεροβάθμιας αλλά και με τους ερευνητικούς και επαγγελματικούς συλλόγους και εταίρους. Ο αγροτικός κόσμος διψά να ακουστεί και ένας θεσμός που θα συνδυάζει ιστορική μνήμη, με την σε βάθος κατανόηση του παρόντος και τις μελλοντικές προκλήσεις μπορεί να γίνει θεσμικός κόμβος ανάπτυξης.
Το μουσείο θα πρέπει να έχει ως βάση την Θεσσαλία ίσως την περιοχή των παρακαρλίων χωριών ή τον ιστορικό δήμο του Κιλελέρ ή την περιοχή του πολύπαθου Παλαμά στην Καρδίτσα. Ο Εθνικός του χαρακτήρας θα του προσδώσει κύρος αλλά και την κρατική εκείνη χρηματοδότηση να μπορέσει εκτός του μητροπολιτικού κέντρου να στηθεί ένας θεσμός και ένας οργανισμός που θα διασώσει την πολιτισμική κληρονομιά. Θα αποτελέσει πόλο εκπαίδευσης σε θέματα διαχείρισης νερού, περιβάλλοντος, διατροφής και βιώσιμης παραγωγής για το σύνολο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας. Θα αποτελέσει πόλο ανάπτυξης με νέες θέσεις εργασίας τοπικά σε διάφορες βαθμίδες από επιτελικά στελέχη με εργασιακή εμπειρία στην επιμέλεια και διαχείριση μουσείων μέχρι συντηρητές και τεχνικούς. Όλοι αυτοί θα αναζητηθούν κατά προτεραιότητα από τις τοπικές κοινωνίες. Εάν δε το Εθνικό Μουσείο θεσμοθετηθεί και με ένα μεγάλο αγρόκτημα ως αναπόσπαστο μέρος του ώστε να αναδεικνύονται παλιές και νέες καινοτομίες σε άμεση χρήση, ο κύκλος των εργαζομένων και των συντηρητών θα είναι αρκετά μεγάλος. Μπορεί στα πλαίσια της ανάσχεσης των συνεπειών των πλημμυρών στις τοπικές κοινωνίες η ίδρυση ενός Εθνικού Μουσείου Αγροτικής Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Ανάπτυξης να θεωρείται πολυτέλεια αλλά εάν κανείς σκεφτεί τις προκλήσεις που έχει ο αγροτικός κόσμος και το σύνολο των τοπικών κοινωνιών και την υποστήριξη που πρέπει να έχει σε εθνικό επίπεδο ίσως τότε κατανοήσουμε την σημασία ενός τέτοιου μουσείου. Δεν νομίζω ότι είναι αμελητέος αυτός ο στόχος και ρόλος στο πλαίσιο των προκλήσεων της αγροτικής αναδιάρθρωσης, της αποκεντροποιημένης ανάπτυξης, της βέλτιστης διαχείρισης των φυσικών κοινών και της κλιματικής κρίσης.
*Ο Στάθης Αραποστάθης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ όπου διδάσκει ιστορία και κοινωνιολογία της επιστήμης και τεχνολογίας καθώς και επιστημονική και τεχνολογική πολιτική.
Eνημερωθείτε για τα νέα του blog
Πριν από λίγες εβδομάδες η John Deere πούλησε το τελευταίο της άροτρο.
Σε δυσκολότερη κατάσταση βρίσκονται οι αγρότες με δενδρώδεις καλλιέργειες.
Όπως έγραψα σε προηγούμενο σημείωμα, πολλές εαρινές καλλιέργειες έπαθαν ζημιές από το νερό που κατέκλυσε τα χωράφια.
Μέρος από αυτά καταστράφηκε και δεν μπορούν να συγκομιστούν. Σε άλλες περιπτώσεις έπαθαν αρκετή ζημιά, αλλά μπορούν να συγκομιστούν και να δώσουν μειωμένη παραγωγή και ποιότητα προϊόντος.
Η γνώμη μου είναι : Ό,τι συγκομίζεται, πρέπει να συγκομιστεί ακόμη κι αν το κόστος συγκομιδής θα καλυφθεί οριακά από την πώληση του προϊόντος. Για παράδειγμα, κάποια χωράφια με βαμβάκι που έχει ανοίξει με «καραμέλα» και αναμένεται συγκομιδή 100 κιλών/στρ. με μειωμένη τιμή πώλησης λόγω ποιότητας δεν καλύπτουν το κόστος συγκομιδής.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να συγκομιστούν, αλλά οι παραγωγοί να πάρουν όλη την αποζημίωση.
Αυτό θα βοηθήσει την οικονομία της περιοχής να λειτουργήσει. Η συγκομιδή μπορεί να γίνει καλύτερα με απογυμνωντικές βαμβακοσυλλεκτικές που η χρήση τους δεν επιτρέπεται. Οι μηχανές δεν έχουν άδεια κυκλοφορίας και οι ιδιοκτήτες τους κινδυνεύουν όταν τις μετακινούν ανασφάλιστες στους δρόμους. Μήπως θα μπορούσε να υπάρξει εξαίρεση στη χρήση τους για φέτος και ίσως για χρονιές με παρόμοια προβλήματα ; Καλά ή άσχημα οι μηχανές υπάρχουν.
Εκεί που υπάρχει σοβαρό πρόβλημα είναι στα χωράφια που έχουν γίνει εκτεταμένες «νεροφαγιές» ή μεγάλα αυλάκια με σημαντικό βάθος.
Σε επικλινείς εκτάσεις δημιουργήθηκαν ρέματα κυρίως εκεί που συγκλίνουν οι κλίσεις.
Αυτά τα ρέματα ίσως υπήρχαν παλαιότερα και με την καλλιέργεια να κλείστηκαν. Όπως λένε πολλοί, το νερό ξαναβρήκε τους δρόμους του.
Πολλές, όμως, μεγάλες και βαθιές «νεροφαγιές» έχουμε και σε πεδινές επίπεδες εκτάσεις.
Σας έχω παρουσιάσει φωτογραφίες με τέτοιες καταστάσεις στις παραπήνειες περιοχές με ρήγματα πολλών μέτρων μήκους, πλάτους και βάθους.
Αυτά τα κενά δύσκολα μπορούν να καλυφθούν με καλλιεργητικές εργασίες. Ακόμη και η μεταφορά χώματος από άλλες περιοχές ή τοπικές ισοπεδώσεις δύσκολα θα καλύψουν τα κενά τουλάχιστον βραχυχρόνια.
Το κόστος, σε κάποιες περιπτώσεις, είναι πέρα από τα όρια της αξίας των χωραφιών.
Μπορούν αυτά να αποζημιωθούν ; Μπορούν να συνεχίσουν να εισπράττουν επιδοτήσεις ;
Δεν γνωρίζω και πρέπει κάποιος άμεσα να ενημερώσει τι πρέπει να κάνουν οι ιδιοκτήτες. Πάντως, θα πρέπει να καλλιεργήσουν κανονικά τα τμήματα του χωραφιού που δεν έχουν υποστεί ζημιές για να συνεχίσουν τη ζωή τους, έστω και με μικρές ή μεγαλύτερες απώλειες.
Το επόμενο πρόβλημα είναι ο προγραμματισμός των καλλιεργειών της επόμενης χρονιάς.
Οι αγρότες πρέπει να αποφασίσουν άμεσα τι θα καλλιεργήσουν την επόμενη χρονιά. Σήμερα, ακόμη δεν γνωρίζουν αν τα αρδευτικά τους συστήματα θα λειτουργήσουν την επόμενη χρονιά.
Γεωτρήσεις που έχουν καλυφθεί με νερό πρέπει να ελεγχθούν αν μπορούν να λειτουργήσουν.
Πρέπει να επισκευαστούν ή ανακατασκευαστούν οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις που σε πολλές περιπτώσεις έχουν καταστραφεί. Το πιθανότερο είναι οι αγρότες να καλλιεργήσουν ξηρικές καλλιέργειες με προφανή μείωση του εισοδήματός τους, αλλά και της περιοχής γενικότερα.
Από ό,τι φαίνεται οι αποθέσεις λάσπης σε περισσότερες περιπτώσεις είναι χαμηλού ύψους που δεν φαίνεται να δημιουργούν πρόβλημα.
Με ένα καλό ανακάτεμα του αρχικού εδάφους με τη λάσπη θα δημιουργήσει έδαφος για καλλιέργεια.
Εκεί που οι αποθέσεις είναι μεγάλου ύψους, το πρόβλημα είναι διαφορετικό. Ο κ. Ευαγγέλου, εδαφολόγος, ερευνητής του ΙΚΦ, που έκανε τη σχετική έρευνα, ανέφερε αποθέσεις μέχρι 1,2 μέτρα.
Ένας συνάδελφος από τα Φάρσαλα μού είπε ότι χωράφι του έχει 0,7 μέτρα αποθέσεις.
Υποθέτω, γιατί δεν τις είδα, ότι οι αποθέσεις αυτές δεν είναι μόνο λάσπη (δηλαδή ιλύς και άργιλος, λεπτόκοκκα υλικά), αλλά και άμμος.
Θα πρέπει, ενδεχομένως, να ελεγχθεί αν το έδαφος αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί, καθώς η άμμος μπορεί να εξασφαλίζει πορώδες ικανό να τροφοδοτήσει τη ρίζα με οξυγόνο.
Ίσως μια πρόχειρη ισοπέδωση να μείωνε το πάχος της απόθεσης. Προσοχή χρειάζεται το έδαφος και υπέδαφος να έχουν χαμηλή υγρασία όταν καλλιεργήσουμε για να αποφύγουμε εκτεταμένα προβλήματα συμπίεσης του εδάφους που θα χρειαστεί χρόνια να αποκατασταθεί η λειτουργία του.
Από ό,τι φαίνεται την επόμενη χρονιά θα έχουμε μια αύξηση των ξηρικών καλλιεργειών που θα μειώσουν το εισόδημα των αγροτών της Θεσσαλίας.
Η ανασφάλεια των αγροτών είναι υπαρκτή. Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και το πρόβλημα των 150.000 στρεμμάτων της περιοχής που πλημμύριζε στις βροχερές χρονιές γύρω από τον πυρήνα της ιστορικής λίμνης Κάρλας.
Φαίνεται ότι μεγάλο μέρος από αυτά θα μείνουν τουλάχιστον για έναν χρόνο ακαλλιέργητα, καθώς το νερό δεν προβλέπεται να φύγει τελείως και να υπάρξει χρόνος για να αποκατασταθούν οι υποδομές, όπως αρδευτικά αντλιοστάσια, δρόμοι, στραγγιστικά κανάλια και ό,τι άλλο έχει καταστραφεί, αλλά και να αποκατασταθεί ο μηχανικός εξοπλισμός των αγροτών που βρίσκεται βυθισμένος στο νερό.
Επιπλέον, γύρω από τις πλημμυρισμένες εκτάσεις υπάρχουν χωράφια που αρδεύονταν από αντλιοστάσια που σήμερα είναι καλυμμένα με νερά.
Ζητούν να ληφθεί μέριμνα για να ποτίσουν με κάποιον τρόπο. Για παράδειγμα, να αντλήσουν νερό από τα πλημμυρισμένα χωράφια από πλωτές αντλίες ;
Ή κάποια άλλη λύση για λειτουργία αντλιοστασίων ;
Μια άλλη ιδέα είναι να δημιουργηθεί μια δεύτερη δίοδος του νερού προς τη θάλασσα και το Αιγαίο. Δεν ξέρω πόσο εφικτή είναι αυτή η λύση. Πρέπει να μελετηθούν επί τόπου και να συζητηθούν οι δυνατές λύσεις.
Σημαντικό πρόβλημα είναι η καταστροφή του εξοπλισμού άρδευσης των καλλιεργειών, όπως σωλήνες διανομής του νερού, αυτοκινούμενοι αρδευτές και λάστιχα στάγδην άρδευσης. Τα τελευταία είναι απλωμένα σε διάφορα χωράφια και πρέπει πρώτα απ’ όλα να μαζευτούν, να πάνε για ανακύκλωση, ώστε να μην εμποδίσουν την επόμενη καλλιέργεια.
Προφανώς ο κάθε παραγωγός θα μαζέψει ό,τι υπάρχει στο χωράφι του και τον εμποδίζει.
Για όλα αυτά δεν υπάρχει καμία ουσιαστική ανακοίνωση από πλευράς Πολιτείας. Υπάρχει μια αόριστη υπόσχεση για αποζημίωση του 70% της αξίας του εξοπλισμού, αλλά οι όροι είναι ακόμη ασαφείς.
Κυρίως, κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνει και επομένως, τι θα υπάρχει την επόμενη άνοιξη. Με τι κριτήρια να αποφασίσει ο γεωργός τι θα καλλιεργήσει ;
Οι χειμερινές καλλιέργειες πρέπει να σπαρθούν το αργότερο μέσα στον Δεκέμβριο. Εκτός, βέβαια, κι αν έρθουν οι εισηγητές του ελληνικού σχεδίου της νέας ΚΑΠ να προτείνουν καλλιέργειες μικρού κύκλου ως λύση προώθησης της δήθεν οικολογικής γεωργίας.
Είναι, όμως, σήμερα μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε τι πρέπει να καλλιεργήσουμε στο μέλλον.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε κτηνοτροφία, θα πρέπει να παράγουμε φθηνές ζωοτροφές. Η προώθηση καλλιεργειών φυτοκάλυψης από τη νέα ΚΑΠ θα μπορούσε να βοηθήσει στην παραγωγή ζωοτροφών αν επιτραπεί η συγκομιδή των καλλιεργειών.
Η παραγωγή μπορεί να συγκομιστεί χλωρή, σε μεγάλα κυλινδρικά δέματα και να ενσιρωθεί αν καλυφτεί με πλαστικό φύλλο. Η ρίζα είναι μια σημαντική εισροή οργανικής ύλης ακόμη και χωρίς το υπέργειο τμήμα. Μια αλλαγή στο μέτρο θα βοηθούσε.
Το ίδιο ισχύει για το 4% της αγρανάπαυσης. Σήμερα ισχύει ότι τα χωράφια σε αγρανάπαυση πρέπει να διατηρούνται χωρίς βλάστη με κατεργασία.
Έτοιμα για να διαβρωθούν με την πρώτη έντονη βροχόπτωση. Μέχρι τώρα αντικαταστούσαμε την αγρανάπαυση με καλλιέργεια ψυχανθών. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε.
Αλλά 1.500.000 στρ. με ψυχανθή στη χώρα θα βοηθούσε τόσο σε δέσμευση αζώτου όσο και στην παραγωγή ζωοτροφών. Να το ξανασκεφτούμε; Αλλά από πού, από την Αθήνα ;
Μπορούν να καταλάβουν τα προβλήματα ; Πολύ αμφιβάλλω.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μακροχρόνια καλλιέργεια των εδαφών με συμβατικές μεθόδους όπως το συνεχές όργωμα, διατήρηση της επιφάνειας του εδάφους χωρίς κάλυψη, καύση ή αφαίρεση των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας, τη μονοκαλλιέργεια των πιο επιδοτούμενων καλλιεργειών (βαμβάκι, σκληρό σιτάρι) σε συνδυασμό με τη διάβρωση των επικλινών εδαφών οδήγησε σε εδάφη με χαμηλή οργανική ουσία και βιοποικιλότητα αλλά και προβλήματα με ζιζάνια που ήδη άρχισαν να δημιουργούν τμήματα ανθεκτικά σε ζιζανιοκτόνα.